dict.cc
dict.cc
DE/EL
⇄
Übersetzung
Deutsch / Griechisch
⇄
×
äöüß...
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz Game
Vokabeltrainer
Login
Griechisch - Deutsch
✔
Weitere Sprachen ...
Dark Mode
Zur Vollversion (Desktop-PC)
Impressum
Alte Version
Dark Mode
Zuletzt gesucht
Shuffle
Quiz
Trainer
Login
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
weiter
»
Seite 1 von 11 für den Buchstaben
A
im Deutsch-Griechisch-Wörterbuch
⇄
⇄
»
Seite 1/11 für
A
Aachen
{n}
Άαχεν
{το}
γεωγρ.
Aal
{m}
χέλι
{το}
ζωολ.
T
Aalquappe
{f}
παχύχελο
{το}
ζωολ.
T
Aas
{n}
[Tierleiche]
ψοφίμι
{το}
Aasgeier
{m}
ασπροπάρης
{ο}
ζωολ.
T
ab
από
ab und zu
πού και πού
ιδίωμα
abändern
αλλάζω
τροποποιώ
Abänderung
{f}
τροποποίηση
{η}
Abänderungsantrag
{m}
τροπολογία
{η}
νομ.
Abänderungsklage
{f}
μεταρρυθμιστική αγωγή
{η}
νομ.
Abänderungsklausel
{f}
τροποποιητική ρήτρα
{η}
νομ.
Abänderungskündigung
{f}
τροποποιητική καταγγελία
{η}
νομ.
Abänderungsurkunde
{f}
τροποποιητικό έγγραφο
{το}
νομ.
Abänderungsurteil
{n}
τροποποιητική απόφαση
{η}
νομ.
Abänderungsvertrag
{m}
τροποποιητική σύμβαση
{η}
νομ.
Abakus
{m}
[Architektur]
επικιονοκράνιος
{ο}
αρχιτ.
Abakus
{m}
[Rechenhilfsmittel]
άβακας
{ο}
μαθ.
Abandon
{m}
εγκατάλειψη
{η}
Abandon einer Aktie
εγκατάλειψη μετοχής
Abaton
{n}
άβατο
{το}
[ναού]
θρησκ.
άβατον
{το}
[ναού]
θρησκ.
abbauen
αποβάλλω
Abbestellung
{f}
απόσυρση
{η}
[παραγγελίας]
abbiegen
στρίβω
Abblätterung
{f}
απολέπιση
{η}
[σε επιφάνεια αντικειμένου]
abbringen
[räumlich]
απομακρύνω
abbringen
[von Meinung, Vorhaben]
αποτρέπω
μεταπείθω
abdanken
παραιτούμαι
Abduktor
{m}
απαγωγός
{ο}
ανατ.
Abend
{m}
βράδυ
{το}
Abenddämmerung
{f}
σούρουπο
{το}
Abendessen
{n}
βραδινό
{το}
[φαγητό]
δείπνο
{το}
Abendgymnasium
{n}
νυχτερινό λύκειο
{το}
Abendkasse
{f}
ταμείο
{το}
πριν την παράσταση
θέατρο
Abendkleid
{n}
βραδινό φόρεμα
{το}
Abendkurs
{m}
βραδινά μαθήματα
{τα}
βραδινός κύκλος
{ο}
μαθημάτων
abendländisch
δυτικός
abendlich
βραδινός
Abendmahl
{n}
κοινωνία
{η}
θρησκ.
μετάληψη
{η}
θρησκ.
Abendmahl
{n}
[Abschiedsmahl Christi]
Μυστικός Δείπνος
{ο}
θρησκ.
Abendstern
{m}
Αφροδίτη
{η}
αστρον.
Έσπερος
{ο}
αστρον.
Abenteuer
{n}
περιπέτεια
{η}
aber
αλλά
μά
μόλις
όμως
πλην
Aberglaube
{m}
πρόληψη
{η}
Aberration
{f}
αποπλάνηση
{η}
φυσ.
abfahren
φεύγω
[αναχώρηση τρένου/πλοίου κτλ.]
abfahren
[Schifffahrt]
αποπλέω
ναυτ.
Abfahrt (Zug)
{f}
αναχώρηση (τρένο)
{η}
Abfall
{m}
[z. B. Rückstand]
απορρίμματα
{τα}
σκουπίδια
{τα}
abfliegen
αναχωρώ
[αεροπορικώς]
αερο.
συγκοι
τουρ.
abfliegen
[Flugzeug]
απογειώνομαι
αερο.
συγκοι
Abflug
{m}
απογείωση
{η}
αερο.
abfüllen (in Flaschen)
εμφιαλώνω
abgebrannt
[pleite]
άφραγκος
abgekartet
στημένος
abgeneigt
απρόθυμος
abgesehen (von)
εκτός (από)
abgesehen von ...
ανεξαρτητα απο ...
abgespannt
εξαντλημένος
abgestanden
μπαγιάτικος
abgewinnen
κερδίζω
abgewöhnen
ξεσυνηθίζω
abgrenzbar
οριοθετήσιμο
Abgrenzung
{f}
διαχωρισμός
{ο}
οριοθέτηση
{η}
abhängen
εξαρτώμαι
abhängig
εξαρτημένος
abhängig machen
εξαρτώ
Abhang
{m}
πλαγιά
{η}
abheben
σηκώνω το ακουστικό
Abholzung
{f}
αποδάσωση
{η}
Abisolierzange
{f}
γδάρτης
{ο}
καλωδίων
ηλεκτρ.
γυμνωτής
{ο}
ηλεκτρ.
Abitur
{n}
απολυτήριο
{το}
λυκείου
εκπαιδ.
abkühlen
δροσίζομαι
abkürzen
συντομεύω
Abkürzung
{f}
[Weg]
σύντομος δρόμος
{ο}
Abkürzung
{f}
[Wort]
συντομογραφία
{η}
Ablauf
{m}
εξέλιξη
{η}
[γεγονότων]
ablegen
[Schiff]
αναχωρώ
μπαρκάρω
Ableger
{m}
καταβολάδα
{η}
βοτ.
ablehnen
απορρίπτω
αρνούμαι
ableiten
[Blitz]
διαβιβάζω
ableiten
[herleiten]
συνάγω
ableiten
[von Wort]
παράγω
Abmachung
{f}
συμφωνία
{η}
⇄
»
Seite 1/11 für
A
γεωγρ.
Aachen
{n}
Άαχεν
{το}
ζωολ.
T
Aal
{m}
χέλι
{το}
ζωολ.
T
Aalquappe
{f}
παχύχελο
{το}
Aas
{n}
[Tierleiche]
ψοφίμι
{το}
ζωολ.
T
Aasgeier
{m}
ασπροπάρης
{ο}
ab
από
ιδίωμα
ab und zu
πού και πού
abändern
αλλάζω
abändern
τροποποιώ
Abänderung
{f}
τροποποίηση
{η}
νομ.
Abänderungsantrag
{m}
τροπολογία
{η}
νομ.
Abänderungsklage
{f}
μεταρρυθμιστική αγωγή
{η}
νομ.
Abänderungsklausel
{f}
τροποποιητική ρήτρα
{η}
νομ.
Abänderungskündigung
{f}
τροποποιητική καταγγελία
{η}
νομ.
Abänderungsurkunde
{f}
τροποποιητικό έγγραφο
{το}
νομ.
Abänderungsurteil
{n}
τροποποιητική απόφαση
{η}
νομ.
Abänderungsvertrag
{m}
τροποποιητική σύμβαση
{η}
αρχιτ.
Abakus
{m}
[Architektur]
επικιονοκράνιος
{ο}
μαθ.
Abakus
{m}
[Rechenhilfsmittel]
άβακας
{ο}
Abandon
{m}
εγκατάλειψη
{η}
Abandon einer Aktie
εγκατάλειψη μετοχής
θρησκ.
Abaton
{n}
άβατο
{το}
[ναού]
θρησκ.
Abaton
{n}
άβατον
{το}
[ναού]
abbauen
αποβάλλω
Abbestellung
{f}
απόσυρση
{η}
[παραγγελίας]
abbiegen
στρίβω
Abblätterung
{f}
απολέπιση
{η}
[σε επιφάνεια αντικειμένου]
abbringen
[räumlich]
απομακρύνω
abbringen
[von Meinung, Vorhaben]
αποτρέπω
abbringen
[von Meinung, Vorhaben]
μεταπείθω
abdanken
παραιτούμαι
ανατ.
Abduktor
{m}
απαγωγός
{ο}
Abend
{m}
βράδυ
{το}
Abenddämmerung
{f}
σούρουπο
{το}
Abendessen
{n}
βραδινό
{το}
[φαγητό]
Abendessen
{n}
δείπνο
{το}
Abendgymnasium
{n}
νυχτερινό λύκειο
{το}
θέατρο
Abendkasse
{f}
ταμείο
{το}
πριν την παράσταση
Abendkleid
{n}
βραδινό φόρεμα
{το}
Abendkurs
{m}
βραδινά μαθήματα
{τα}
Abendkurs
{m}
βραδινός κύκλος
{ο}
μαθημάτων
abendländisch
δυτικός
abendlich
βραδινός
θρησκ.
Abendmahl
{n}
κοινωνία
{η}
θρησκ.
Abendmahl
{n}
μετάληψη
{η}
θρησκ.
Abendmahl
{n}
[Abschiedsmahl Christi]
Μυστικός Δείπνος
{ο}
αστρον.
Abendstern
{m}
Αφροδίτη
{η}
αστρον.
Abendstern
{m}
Έσπερος
{ο}
Abenteuer
{n}
περιπέτεια
{η}
aber
αλλά
aber
μά
aber
μόλις
aber
όμως
aber
πλην
Aberglaube
{m}
πρόληψη
{η}
φυσ.
Aberration
{f}
αποπλάνηση
{η}
abfahren
φεύγω
[αναχώρηση τρένου/πλοίου κτλ.]
ναυτ.
abfahren
[Schifffahrt]
αποπλέω
Abfahrt (Zug)
{f}
αναχώρηση (τρένο)
{η}
Abfall
{m}
[z. B. Rückstand]
απορρίμματα
{τα}
Abfall
{m}
[z. B. Rückstand]
σκουπίδια
{τα}
αερο.
συγκοι
τουρ.
abfliegen
αναχωρώ
[αεροπορικώς]
αερο.
συγκοι
abfliegen
[Flugzeug]
απογειώνομαι
αερο.
Abflug
{m}
απογείωση
{η}
abfüllen (in Flaschen)
εμφιαλώνω
abgebrannt
[pleite]
άφραγκος
abgekartet
στημένος
abgeneigt
απρόθυμος
abgesehen (von)
εκτός (από)
abgesehen von ...
ανεξαρτητα απο ...
abgespannt
εξαντλημένος
abgestanden
μπαγιάτικος
abgewinnen
κερδίζω
abgewöhnen
ξεσυνηθίζω
abgrenzbar
οριοθετήσιμο
Abgrenzung
{f}
διαχωρισμός
{ο}
Abgrenzung
{f}
οριοθέτηση
{η}
abhängen
εξαρτώμαι
abhängig
εξαρτημένος
abhängig machen
εξαρτώ
Abhang
{m}
πλαγιά
{η}
abheben
σηκώνω το ακουστικό
Abholzung
{f}
αποδάσωση
{η}
ηλεκτρ.
Abisolierzange
{f}
γδάρτης
{ο}
καλωδίων
ηλεκτρ.
Abisolierzange
{f}
γυμνωτής
{ο}
εκπαιδ.
Abitur
{n}
απολυτήριο
{το}
λυκείου
abkühlen
δροσίζομαι
abkürzen
συντομεύω
Abkürzung
{f}
[Weg]
σύντομος δρόμος
{ο}
Abkürzung
{f}
[Wort]
συντομογραφία
{η}
Ablauf
{m}
εξέλιξη
{η}
[γεγονότων]
ablegen
[Schiff]
αναχωρώ
ablegen
[Schiff]
μπαρκάρω
βοτ.
Ableger
{m}
καταβολάδα
{η}
ablehnen
απορρίπτω
ablehnen
αρνούμαι
ableiten
[Blitz]
διαβιβάζω
ableiten
[herleiten]
συνάγω
ableiten
[von Wort]
παράγω
Abmachung
{f}
συμφωνία
{η}
weiter
»
Seite 1 von 11 für den Buchstaben
A
im Deutsch-Griechisch-Wörterbuch
⇄
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum
© dict.cc 2025