Seite 1 von 11 für den Buchstaben A im Deutsch-Griechisch-Wörterbuch
Seite 1/11 für A
Aachen {n}
Άαχεν {το}γεωγρ.
Aal {m}
χέλι {το}ζωολ.T
Aalquappe {f}
παχύχελο {το}ζωολ.T
Aas {n} [Tierleiche]
ψοφίμι {το}
Aasgeier {m}
ασπροπάρης {ο}ζωολ.T
ab
από
ab und zu
πού και πούιδίωμα
abändern
αλλάζω
τροποποιώ
Abänderung {f}
τροποποίηση {η}
Abänderungs­antrag {m}
τροπολογία {η}νομ.
Abänderungs­klage {f}
μεταρρυθμιστική αγωγή {η}νομ.
Abänderungs­klausel {f}
τροποποιητική ρήτρα {η}νομ.
Abänderungs­kündigung {f}
τροποποιητική καταγγελία {η}νομ.
Abänderungs­urkunde {f}
τροποποιητικό έγγραφο {το}νομ.
Abänderungs­urteil {n}
τροποποιητική απόφαση {η}νομ.
Abänderungs­vertrag {m}
τροποποιητική σύμβαση {η}νομ.
Abakus {m} [Architektur]
επικιονοκράνιος {ο}αρχιτ.
Abakus {m} [Rechenhilfsmittel]
άβακας {ο}μαθ.
Abandon {m}
εγκατάλειψη {η}
Abandon einer Aktie
εγκατάλειψη μετοχής
Abaton {n}
άβατο {το} [ναού]θρησκ.
άβατον {το} [ναού]θρησκ.
abbauen
αποβάλλω
Abbestellung {f}
απόσυρση {η} [παραγγελίας]
abbiegen
στρίβω
Abblätterung {f}
απολέπιση {η} [σε επιφάνεια αντικειμένου]
abbringen [räumlich]
απομακρύνω
abbringen [von Meinung, Vorhaben]
αποτρέπω
μεταπείθω
abdanken
παραιτούμαι
Abduktor {m}
απαγωγός {ο}ανατ.
Abend {m}
βράδυ {το}
Abenddämmerung {f}
σούρουπο {το}
Abendessen {n}
βραδινό {το} [φαγητό]
δείπνο {το}
Abendgymnasium {n}
νυχτερινό λύκειο {το}
Abendkasse {f}
ταμείο {το} πριν την παράστασηθέατρο
Abendkleid {n}
βραδινό φόρεμα {το}
Abendkurs {m}
βραδινά μαθήματα {τα}
βραδινός κύκλος {ο} μαθημάτων
abendländisch
δυτικός
abendlich
βραδινός
Abendmahl {n}
κοινωνία {η}θρησκ.
μετάληψη {η}θρησκ.
Abendmahl {n} [Abschiedsmahl Christi]
Μυστικός Δείπνος {ο}θρησκ.
Abendstern {m}
Αφροδίτη {η}αστρον.
Έσπερος {ο}αστρον.
Abenteuer {n}
περιπέτεια {η}
aber
αλλά
μά
μόλις
όμως
πλην
Aberglaube {m}
πρόληψη {η}
Aberration {f}
αποπλάνηση {η}φυσ.
abfahren
φεύγω [αναχώρηση τρένου/πλοίου κτλ.]
abfahren [Schifffahrt]
αποπλέωναυτ.
Abfahrt (Zug) {f}
αναχώρηση (τρένο) {η}
Abfall {m} [z. B. Rückstand]
απορρίμματα {τα}
σκουπίδια {τα}
abfliegen
αναχωρώ [αεροπορικώς]αερο.συγκοιτουρ.
abfliegen [Flugzeug]
απογειώνομαιαερο.συγκοι
Abflug {m}
απογείωση {η}αερο.
abfüllen (in Flaschen)
εμφιαλώνω
abgebrannt [pleite]
άφραγκος
abgekartet
στημένος
abgeneigt
απρόθυμος
abgesehen (von)
εκτός (από)
abgesehen von ...
ανεξαρτητα απο ...
abgespannt
εξαντλημένος
abgestanden
μπαγιάτικος
abgewinnen
κερδίζω
abgewöhnen
ξεσυνηθίζω
abgrenzbar
οριοθετήσιμο
Abgrenzung {f}
διαχωρισμός {ο}
οριοθέτηση {η}
abhängen
εξαρτώμαι
abhängig
εξαρτημένος
abhängig machen
εξαρτώ
Abhang {m}
πλαγιά {η}
abheben
σηκώνω το ακουστικό
Abholzung {f}
αποδάσωση {η}
Abisolierzange {f}
γδάρτης {ο} καλωδίωνηλεκτρ.
γυμνωτής {ο}ηλεκτρ.
Abitur {n}
απολυτήριο {το} λυκείουεκπαιδ.
abkühlen
δροσίζομαι
abkürzen
συντομεύω
Abkürzung {f} [Weg]
σύντομος δρόμος {ο}
Abkürzung {f} [Wort]
συντομογραφία {η}
Ablauf {m}
εξέλιξη {η} [γεγονότων]
ablegen [Schiff]
αναχωρώ
μπαρκάρω
Ableger {m}
καταβολάδα {η}βοτ.
ablehnen
απορρίπτω
αρνούμαι
ableiten [Blitz]
διαβιβάζω
ableiten [herleiten]
συνάγω
ableiten [von Wort]
παράγω
Abmachung {f}
συμφωνία {η}
Seite 1/11 für A
γεωγρ.
Aachen {n}
Άαχεν {το}
ζωολ.T
Aal {m}
χέλι {το}
ζωολ.T
Aalquappe {f}
παχύχελο {το}
Aas {n} [Tierleiche]ψοφίμι {το}
ζωολ.T
Aasgeier {m}
ασπροπάρης {ο}
abαπό
ιδίωμα
ab und zu
πού και πού
abändernαλλάζω
abändernτροποποιώ
Abänderung {f}τροποποίηση {η}
νομ.
Abänderungs­antrag {m}
τροπολογία {η}
νομ.
Abänderungs­klage {f}
μεταρρυθμιστική αγωγή {η}
νομ.
Abänderungs­klausel {f}
τροποποιητική ρήτρα {η}
νομ.
Abänderungs­kündigung {f}
τροποποιητική καταγγελία {η}
νομ.
Abänderungs­urkunde {f}
τροποποιητικό έγγραφο {το}
νομ.
Abänderungs­urteil {n}
τροποποιητική απόφαση {η}
νομ.
Abänderungs­vertrag {m}
τροποποιητική σύμβαση {η}
αρχιτ.
Abakus {m} [Architektur]
επικιονοκράνιος {ο}
μαθ.
Abakus {m} [Rechenhilfsmittel]
άβακας {ο}
Abandon {m}εγκατάλειψη {η}
Abandon einer Aktieεγκατάλειψη μετοχής
θρησκ.
Abaton {n}
άβατο {το} [ναού]
θρησκ.
Abaton {n}
άβατον {το} [ναού]
abbauenαποβάλλω
Abbestellung {f}απόσυρση {η} [παραγγελίας]
abbiegenστρίβω
Abblätterung {f}απολέπιση {η} [σε επιφάνεια αντικειμένου]
abbringen [räumlich]απομακρύνω
abbringen [von Meinung, Vorhaben]αποτρέπω
abbringen [von Meinung, Vorhaben]μεταπείθω
abdankenπαραιτούμαι
ανατ.
Abduktor {m}
απαγωγός {ο}
Abend {m}βράδυ {το}
Abenddämmerung {f}σούρουπο {το}
Abendessen {n}βραδινό {το} [φαγητό]
Abendessen {n}δείπνο {το}
Abendgymnasium {n}νυχτερινό λύκειο {το}
θέατρο
Abendkasse {f}
ταμείο {το} πριν την παράσταση
Abendkleid {n}βραδινό φόρεμα {το}
Abendkurs {m}βραδινά μαθήματα {τα}
Abendkurs {m}βραδινός κύκλος {ο} μαθημάτων
abendländischδυτικός
abendlichβραδινός
θρησκ.
Abendmahl {n}
κοινωνία {η}
θρησκ.
Abendmahl {n}
μετάληψη {η}
θρησκ.
Abendmahl {n} [Abschiedsmahl Christi]
Μυστικός Δείπνος {ο}
αστρον.
Abendstern {m}
Αφροδίτη {η}
αστρον.
Abendstern {m}
Έσπερος {ο}
Abenteuer {n}περιπέτεια {η}
aberαλλά
aberμά
aberμόλις
aberόμως
aberπλην
Aberglaube {m}πρόληψη {η}
φυσ.
Aberration {f}
αποπλάνηση {η}
abfahrenφεύγω [αναχώρηση τρένου/πλοίου κτλ.]
ναυτ.
abfahren [Schifffahrt]
αποπλέω
Abfahrt (Zug) {f}αναχώρηση (τρένο) {η}
Abfall {m} [z. B. Rückstand]απορρίμματα {τα}
Abfall {m} [z. B. Rückstand]σκουπίδια {τα}
αερο.συγκοιτουρ.
abfliegen
αναχωρώ [αεροπορικώς]
αερο.συγκοι
abfliegen [Flugzeug]
απογειώνομαι
αερο.
Abflug {m}
απογείωση {η}
abfüllen (in Flaschen)εμφιαλώνω
abgebrannt [pleite]άφραγκος
abgekartetστημένος
abgeneigtαπρόθυμος
abgesehen (von)εκτός (από)
abgesehen von ...ανεξαρτητα απο ...
abgespanntεξαντλημένος
abgestandenμπαγιάτικος
abgewinnenκερδίζω
abgewöhnenξεσυνηθίζω
abgrenzbarοριοθετήσιμο
Abgrenzung {f}διαχωρισμός {ο}
Abgrenzung {f}οριοθέτηση {η}
abhängenεξαρτώμαι
abhängigεξαρτημένος
abhängig machenεξαρτώ
Abhang {m}πλαγιά {η}
abhebenσηκώνω το ακουστικό
Abholzung {f}αποδάσωση {η}
ηλεκτρ.
Abisolierzange {f}
γδάρτης {ο} καλωδίων
ηλεκτρ.
Abisolierzange {f}
γυμνωτής {ο}
εκπαιδ.
Abitur {n}
απολυτήριο {το} λυκείου
abkühlenδροσίζομαι
abkürzenσυντομεύω
Abkürzung {f} [Weg]σύντομος δρόμος {ο}
Abkürzung {f} [Wort]συντομογραφία {η}
Ablauf {m}εξέλιξη {η} [γεγονότων]
ablegen [Schiff]αναχωρώ
ablegen [Schiff]μπαρκάρω
βοτ.
Ableger {m}
καταβολάδα {η}
ablehnenαπορρίπτω
ablehnenαρνούμαι
ableiten [Blitz]διαβιβάζω
ableiten [herleiten]συνάγω
ableiten [von Wort]παράγω
Abmachung {f}συμφωνία {η}
Seite 1 von 11 für den Buchstaben A im Deutsch-Griechisch-Wörterbuch
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Impressum © dict.cc 2025