1 translation
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
See more ...
- Ένα νέο ενδημικό είδος σαλιγκαριού, "το Oestophora barrelsi" (νέο είδος) περιγράφηκε το 2015.
- Ο κόκκινος λύκος ("Canis lupus rufus" Ωστόσο, ο κόκκινος λύκος, όταν θεωρείται ως είδος καταγράφεται ως απειλούμενο είδος δυνάμει του παρόντος θεσπίσματος και προστατεύεται από το νόμο. ...
- Ο "Australopithecus garhi" είναι είδος αυστραλοπιθήκου.
- Το γένος περιλαμβάνει τον ζωντανό σκύλο των θαμνώνων, "Speothos venaticus", και ένα εξαφανισμένο είδος επί Πλειστόκαινου, "Speothos pacivorus".
- Ο "Κρόκος ο εσχαρωτός" ("Crocus cancellatus") είναι είδος ανθοφόρου φυτού της οικογένειας των Ιριδοειδών.
- Ο βαλτοβάτραχος, "Pelophylax ridibundus" (Pallas, 1771) είναι ένα είδος βατράχου της οικογένειας Ranidae.
- Ο λεμούριος είναι είδος προπίθηκου, της τάξης των πρωτευόντων.
- Αν και στο παρελθόν ο νεκροσύρτης μοναχός θεωρούταν είδος ελάχιστης ανησυχίας από την IUCN, το 2011 εντάχθηκε στην Κόκκινη Λίστα των Απειλούμενων Ειδών ως είδος που "κινδυνεύει άμεσα με αφανισμό".
- To είδος είναι από τα πλέον διαδεδομένα στις αστικές περιοχές, ιδιαίτερα στις βορειοευρωπαϊκές χώρες, με αυξητικές τάσεις των πληθυσμών τους.
- Η Μπρουκέσια η μικρά (Brookesia micra) είναι ένα μικρό είδος χαμαιλέοντα το οποίο ζει σε μία νησίδα βόρεια της Μαδαγασκάρης.
- ρουγαλίδα=ένα είδος αράχνης.
- • Σαν Χρονογράφος, «επέβαλε» το χρονογράφημα ως λογοτεχνικό είδος και του αποδόθηκε ο τίτλος του κορυφαίου και έδωσε στο είδος αυτό την οριστική του μορφή.
- Ο Ορνιθοληστής ήταν ένα είδος δεινοσαύρου και πιο συγκεκριμένα είναι ένα είδος μικρού θηριόποδου με μήκος δύο μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά.
- Οι Κινέζοι χρησιμοποιούν το είδος "Tenodera aridifolia siniensis" για την καταπολέμηση άλλων εντόμων.
- Ένα ενδογενές είδος δεν είναι απαραίτητα ενδημικό.
- Γνωστότερο είδος είναι η ολοθούρια η σωληνωτή, η οποία φθάνει σε μήκος τα 30 εκατοστά.
- Ωστόσο, υπάρχει ένα είδος που μπορεί να ζήσει μέχρι 30 χρόνια και ένα άλλο είδος, το"Turritopsis nutricula," είναι αθάνατο.
- Η αβικουλάρια (γένος και είδος) είναι είδος ενδημικό στη Νότια Αμερική, από την Κόστα Ρίκα ως τη Βραζιλία και στα νησιά της Νότιας Καραββαϊκής.
© dict.cc English-Greek dictionary 2023
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!