Translation for '
άνδρας' from Greek to English
1 translation
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Στις 8 Ιουλίου, ένας άνδρας με υποτιθέμενη προφορά της Μέσης Ανατολής τηλεφώνησε σε έναν από τους συμμαθητές της Ορλάντι, λέγοντας ότι το κορίτσι ήταν στα χέρια του και ότι είχαν είκοσι μέρες για να κάνουν την ανταλλαγή με τον Αγκτζά.
- Οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί να οδηγήσει ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο, οποιοσδήποτε άνδρας μπορεί να οδηγήσει ένα ατμοκίνητο, αλλά ούτε άνδρας ούτε γυναίκα μπορεί να οδηγήσει ένα βενζινοκίνητο- αυτό ακολουθεί τη δική του δύσοσμη θέληση και πηγαίνει ή δεν πηγαίνει όπως νιώθει διατεθειμένο.
- Ο Σκριβόνιος (1ος αι. π.Χ.) ήταν ένας άνδρας άγνωστης καταγωγής, πιθανόν Ρωμαϊκής ή ελληνικής.
- Μέχρι τη στιγμή του γάμου της Βιψανίας με τον Χατέριο, αυτός ήταν πολύ μεγαλύτερος από αυτήν και ήταν νέος άνδρας ("novus homo," που σημαίνει ότι κανένας άλλος άνδρας στην οικογένειά του δεν ήταν ποτέ ύπατος πριν από αυτόν).
- Αυτή του λέει ότι ο άνδρας της βρίσκεται στο Παρίσι και τον ψάχνει, επειδή οι πραγματικοί γονείς του φαίνεται να τον αναζητούν.
- Την 1η Απριλίου 2009, ένας 31χρονος ψυχικά διαταραγμένος άνδρας από την κοντινή πόλη Ζίλινα έσπασε το γυάλινο κάλυμμα του φέρετρου και άναψε φωτιά στη μούμια της Μπόσνιακ αφού μπήκε στην εκκλησία με ένα κλειδί που πήρε από ένα κοντινό ζαχαροπλαστείο.
- Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ιερέας μπορεί να είναι μόνο άνδρας είτε έγγαμος είτε άγαμος.
- "Ελληνικά:" Ο νεκρός άνδρας σηκώθηκε, κάθισε και άρχισε να μιλάει.
- Ο άνδρας ξάδελφος ενός γονέα αναφέρεται συχνά ως θείος αντί για ξάδελφος.
- Ο άνδρας πάει προς το μωρό και παίρνει το κιμονό με το οποίο προφυλασσόταν από το κρύο.
- ' (Μουσείο Καλών Τεχνών, Βαλανσιέν), στον οποίο απεικονίζεται ένας άνδρας με πολύ κομψή φορεσιά να ακούει την τύχη του από μια γυναίκα αθίγγανο.
- Ένας δαφνοστεφανωμένος άνδρας μέσης ηλικίας έχει ανηφορίσει από δεξιά και στέκει αντικριστά στην ιέρεια, η οποία κρατώντας κλαδί δάφνης στο δεξί γέρνει εμπρός και μελετάει το περιεχόμενο της σπονδής που κρατάει στο αριστερό της χέρι.
- χ mann (άνδρας) Mannen (ο άνδρας).
- Ο έπαρχος της Ιουδαίας Τίνειος Ρούφος ένας άνδρας αμφιβόλου ηθικής, αιφνιδιάστηκε και οι ρωμαϊκές δυνάμεις εκκένωσαν την περιοχή.
- Ήταν άνδρας λεπτός, επιτήδειος και σοφός.
- Απεικονιζόταν πάντοτε ως μουμιοποιημένος άνδρας.
- Ο Κνουμ απεικονιζόταν συχνά ως κριός ή ως άνδρας με κεφάλι κριού.
- Ως πολεμιστής ήταν άνδρας δραστήριος και επιτήδιος τοξότης.
- Αν και δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες πληροφορίες για το Νικόδημο, πέρα από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια και πολλοί ιστορικοί της Βίβλου εικάζουν ότι πρόκειται για τον Νικόδημο Μπεν Γκουριόν, ο οποίος αναφέρεται στο Ταλμούδ σαν ένας ευκατάστατος και δημοφιλής άνδρας με θαυματουργικές δυνάμεις.
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!