1 translation
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Αυτός ήταν και ο λόγος που φερόταν ως αδιαφιλονίκητος Αρχιεπίσκοπος μετά τον Ιερώνυμο.
- Στις 30 Ιουλίου 2014, υπέγραψε στον Πλατανιά της Σούπερλιγκ, όπου αμέσως έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της άμυνας του συλλόγου.
- Ο «μαθητής» του, Γκυ ντε Μωπασσάν, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του διηγήματος, έγραψε επίσης μυθιστορήματα δίνοντας προσοχή στην εμβάθυνση των ψυχολογικών και κοινωνιολογικών παρατηρήσεων: "Μια Ζωή" (1883) και ιδιαίτερα "ο Φιλαράκος" (1885).
- Όταν οι Ραφαήλ, Μιχαήλ Άγγελος και Λεονάρντο έφυγαν από την Φλωρεντία, ο Μπαρτολομέο παρέμεινε κατά την δεύτερη δεκαετία του 16ου αιώνα αδιαφιλονίκητος σχεδόν ηγέτης της ζωγραφικής στην Φλωρεντία, από την οποία έλειψε για λίγο μόνο δύο φορές, επισκεπτόμενος την Βενετία (1508, όπου εντυπωσιάστηκε από το έργο του Τζοβάννι Μπελλίνι) και την Ρώμη (1514).
- Έτσι, τον Οκτώβριο του 1990, αγωνίζεται με τον Ντάγκλας, και σε διάστημα τριών γύρων κηρύσσεται ως νεος αδιαφιλονίκητος πρωταθλητής για τα δυο προσεχή έτη.
- Ο στόχος είναι να υπάρχει ένας, αδιαφιλονίκητος νικητής, ανάμεσα σε όλα τα υποψήφια αυτοκίνητα.
- Έγινε ο αδιαφιλονίκητος (επίσημος) παγκόσμιος πρωταθλητής το 2007 και υπερασπίστηκε τον τίτλο του ενάντια στον Βλαντίμιρ Κράμνικ το 2008.
- Μετά τους Περσικούς πολέμους η πόλη της Αθήνας έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης στη θάλασσα και το εμπόριο, αν και σοβαρός ανταγωνιστής της παρέμεινε η Κόρινθος με τη γεωργική παραγωγή και τα φημισμένα κεραμικά της εργαστήρια.
- Προς το τέλος της χρονιάς 2008-2009, ο Χουλκ έγινε αδιαφιλονίκητος βασικός και δημιούργησε μια επιθετική τριάδα με τους Κρίστιαν Ροδρίγκες και Λισάντρο Λόπες.
- Ο διαχωρισμός κυρίως των ασιατικών ειδών δεν είναι αδιαφιλονίκητος.
- Ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης της Νίκαιας έγινε από το 1204 ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος της δυτικής Μικράς Ασίας και στέφθηκε επίσημα Αυτοκράτορας το 1208.
- Ο Κασπάροφ βρισκόταν στην πρώτη θέση της λίστας ΕΛΟ για περισσότερα από 20 χρόνια (από το 1985 έως το 2006), και ήταν ο αδιαφιλονίκητος Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο σκάκι από το 1985 έως το 1993, ενώ συνέχισε να είναι ο «κλασικός» Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο σκάκι (της PCA και της WCA) (το σκάκι τότε είχε διασπαστεί στην επίσημη ομοσπονδία και μια ομοσπονδία κορυφαίων αποσκιρτήσαντων σκακιστών, με μεγάλο κύρος και οι δύο ομοσπονδίες) έως την ήττα του από τον Βλαντίμιρ Κράμνικ το 2000.
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!