Advertisement
 Translation for 'αδύναμος' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
weak {adj}αδύναμος
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'αδύναμος' from Greek to English

αδύναμος
weak {adj}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Πεθαίνει στη γκιλοτίνα, μέσα στις προσβολές του κόσμου και μετανιωμένος που ήταν πολύ αδύναμος, το ίδιο όργανο δικαιοσύνης που μέχρι τότε τον εξυπηρετούσε για να ικανοποιήσει τη δική του δίψα για αίμα και τρόμο.
  • Ο Ιωάννης Ζ΄ ήταν ένας αδύναμος κυβερνήτης, που δεν μπόρεσε να κυβερνήσει τη χρεωμένη και διεφθαρμένη χώρα του.
  • Ήταν ένας αδύναμος κυβερνήτης, υπό τον οποίο το πριγκιπάτο μειώθηκε σε σημασία και επιρροή.
  • Ωστόσο, ο Οσμάν Γ΄ ήταν ένας αδύναμος σουλτάνος και ήταν υπό την επιρροή του Νισαντζή Σιλαχντάρ Μπηγιηκλή Αλί Πασά, του αντιπάλου του Ναΐλί Αμπντουλάχ.
  • Стефан Урош V Свети (1336 - 2/4 Δεκεμβρίου 1371) από τον Οίκο των Νεμάνιτς ο λεγόμενος "αδύναμος (Нејаки)" ήταν ο δεύτερος που αυτοαποκλήθηκε "αυτοκράτορας" (τσάρος) της Σερβικής επικράτειας (1355-71).

  • Σαΐφ Αλί Καν Ο Γουέστ πιστεύει ότι «ο Σαίξπηρ είχε παρατηρήσει ότι υπάρχουν απόλυτα λογικοί άνθρωποι στους οποίους ο συναγωνισμός κάθε είδους είναι εξαιρετικά αδύναμος, ενώ ο εγωισμός είναι σχεδόν απόλυτος και έτσι δημιούργησε τον Ιάγο».
  • Από τους συγχρόνους του εθεωρείτο αδύναμος κυβερνήτης.
  • Ωστόσο ο αδύναμος, αλαζονικός και απείθαρχος χαρακτήρας του αποδείχθηκε ακατάλληλος για να αναλάβει μία τέτοια θέση.
  • Στα 1920, καθώς απορρίφθηκε ως πολύ αδύναμος για στρατιωτική θητεία, εισάγεται στην ιατρική σχολή και το 1926 ειδικεύεται στην ψυχιατρική στο νοσοκομείο Αγία Άννα του Παρισιού.
  • Θεωρείται από πολλούς συγγραφείς αδύναμος, αλλά η νεανική του σεμνότητα σε συνδυασμό με την βασιλική αξιοπρέπεια τον καθιστούν σαν έναν από τους πιο αγαπητούς αρχαίους βασιλείς και έγινε αντικείμενο λογοτεχνίας πολλών συγγραφέων.

  • Ο Ιβάν Ε΄ είχε ζήσει περισσότερο από άλλους άρρενες απογόνους της βασίλισσας Μαρίας Μιλοσλάβκαγια αλλά από την ηλικία των 27 ετών έγινε πολύ αδύναμος, δεν έβλεπε και είχε πάθει παράλυση.
  • Γενικότερα, θεωρείται ο πιο αδύναμος, ποιοτικά, δίσκος του συγκροτήματος αφού η αλλαγή του στιχουργικού ύφους τους σε πιο φουτουριστικά θέματα ξένισε τους οπαδούς τους.
  • Ο βιομηχανικός τομέας είναι αδύναμος, λείπουν ολοσχερώς οι βαριές βιομηχανίες και η διοίκηση της πόλης προσπαθεί να προσελκύσει για εγκατάσταση νέων βιομηχανικών μονάδων.
  • Το ηθικό δίδαγμα του παραμυθιού είναι ότι ακόμη και ο αδύναμος μπορεί να καταφέρει μεγάλα πράγματα αν έχει αυτοπεποίθηση και πρωτότυπες ιδέες.
  • Παρά τις άοκνες προσπάθειές του και τη βούλησή του για σωτηρία, ο διστακτικός και αδύναμος χαρακτήρας του, αλλά και ορισμένες τραγικά λανθασμένες αποφάσεις, σε συνδυασμό με μια σειρά δυσμενών εξωτερικών εξελίξεων, ανέστειλαν την όποια αμυδρή ελπίδα ανάκαμψης του κράτους είχε διαφανεί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του.

  • Ενδείξεις που προκύπτουν κατά την κρίση άσθματος περιλαμβάνουν τη χρήση βοηθητικών αναπνευστικών μυών (στερνοκλειδομαστοειδής και σκαληνοί μύες του αυχένα), ενδέχεται να υπάρξει pulsus paradoxus (ένας παλμός που είναι πιο αδύναμος κατά την εισπνοή και δυνατότερος κατά την εκπνοή) και υπερδιόγκωση του θώρακα.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!