Advertisement
 Translation for 'αιτία' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
reason {noun}αιτία {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'αιτία' from Greek to English

αιτία {η}
reason {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Η πιο κοινή αιτία είναι ορισμένα φάρμακα όπως η λαμοτριγίνη, η καρβαμαζεπίνη, η αλλοπουρινόλη, τα αντιβιοτικά σουλφοναμίδης και η νεβιραπίνη.
  • Δεν έχει εξηγηθεί ακόμα σαφώς η αιτία του, που πιθανότατα είναι ο συνδυασμός διαφόρων παραγόντων και φαινομένων παρά ένας απλός παράγοντας, μια απλή αιτία.
  • Η πραγματική αιτία του ατυχήματος δεν διευκρινίστηκε ποτέ πλήρως.
  • Αιτία της δολοοφνίας του ήταν κατά άλλους ότι σχεδίαζε να στασιάσει κατά του αυτοκράτορα, ή κατά άλλη εκδοχή αιτία ήταν η αύξηση των φόρων.
  • Εξηγεί ότι υπάρχει μια αιτία για κάθε αποτέλεσμα και ένα αποτέλεσμα για κάθε αιτία.

  • Πέθανε στις 20 Αυγούστου 2012 από άγνωστα αίτια, ενώ η κυβέρνηση ανέφερε ως αιτία θανάτου κάποια λοίμωξη.
  • Βία χωρίς προφανή ή λογική αιτία.
  • Κύρια αιτία μιας τέτοιας εκδήλωσης είναι η ηθική κατωτερότητα που μπορεί να οφείλεται σε βαθύτερα αίτια ψυχολογικής σύγκρουσης και που μπορεί να προβάλλεται, κατά τον δράστη, είτε ως εκδίκηση, είτε για διάφορους άλλους ιδιοτελείς σκοπούς π.χ.
  • Χωρίς προφανή αιτία, ο πρόωρος θάνατός του έγινε αιτία για φήμες την εποχή εκείνη για δηλητηρίαση, κάτι που σήμερα θεωρείται λιγότερο πιθανό από τους ιστορικούς.
  • Μετά από έρευνες, με βάση του στοιχεία που βρέθηκαν στον τόπο του δυστυχήματος, διαπιστώθηκε ότι η αιτία της πτώσης ήταν η εσωτερική ανατίναξη με βόμβα.

  • ... coli)" είναι η αιτία για το 80–85% των ουρολοιμώξεων, με τον σαπροφυτικό σταφυλόκοκκο "σταφυλόκοκκος ο σαπροφυτικός" να αποτελεί την αιτία για το 5–10% των περιπτώσεων.
  • Τα δευτερογενή αίτια του νεφρωσικού συνδρόμου έχουν τα ίδια ιστολογικά πρότυπα όπως οι κύριες αιτίες, αν και μπορεί να εμφανίζουν κάποια διαφορά που υποδηλώνει μια δευτερεύουσα αιτία, όπως είναι τα έγκλειστα.
  • Υπάρχει μια καλή πιθανότητα αποκατάστασης όταν η αιτία είναι γνωστή και το άτομο λαμβάνει άμεση θεραπεία.
  • Στο 40-70% των περιπτώσεων η αιτία της νόσου είναι άγνωστη, ενώ στις υπόλοιπες τα αίτια είναι κυρίως τοξικά ή λοιμώδη.
  • Για ορισμένα είδη απώλειας ακοής η αιτία είναι άγνωστη.

  • Ο χρόνιος αλκοολισμός είναι η πιο συχνή αιτία χρόνιας παγκρεατίτιδας.
  • Ο Αθηναίος αυτός φιλόσοφος θεωρούσε ως Αρχή του Κόσμου τον Νου, που ήταν η αρχική αιτία της κίνησης στην κοσμογονία του.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!