Advertisement
 Translation for 'ακούραστος' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
tireless {adj}ακούραστος
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'ακούραστος' from Greek to English

ακούραστος
tireless {adj}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Ο Φλορίν Τουρκάνου δήλωσε για τον Ντενσουσιάνου: «ακούραστος δημιουργός φαντασμαγοριών».
  • Εκτιμώμενος ως ακούραστος και σχολαστικός ερευνητής βιογραφικών και ιστορικών πηγών για το κόντρα φαγκότο, ανέλαβε το 1994 για τον εκδοτικό οίκο Ricordi του Μιλάνου την επιμέλεια του βιβλίου: "Il Controfagotto, Storia e Tecnica (Το κόντρα φαγκότο, ιστορία και τεχνική)"- ER 3008 / ISMN 979-0-041-83008-7 .
  • Έμεινε στην ιστορία ως ένας ακούραστος μεταρρυθμιστής, που προώθησε επίσης τη συντήρηση και διακόσμηση πολλών εκκλησιών, και άφησε το σημάδι του στην αρχιεπισκοπή της Φλωρεντίας.
  • Είναι ένας ακούραστος εργαζόμενος σε μια εποχή αναταραχής στη βιομηχανία λόγω της δημιουργίας της Writers Guild of America.
  • Στην πρωτοπορία της παγκόσμιας ιατρικής έρευνας και στις επάλξεις του διεθνούς αντικαρκινικού αγώνα, παρέμενε ένας σιωπηλός αγωνιστής του πνεύματος, επίμονος και ατάραχος, ακούραστος και ταπεινός, διατηρώντας άρρηκτους δεσμούς με την Ελλάδα.

  • Ο Λέανδρος Σπαρτιώτης έχει αποδείξει την αγάπη του για την Πρέβεζα συμβάλλοντας ανελλιπώς, με τον τρόπο του, στα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά δρώμενα της γενέτειρας πόλης, πρόθυμος πάντα και ακούραστος σε ό,τι μικρό ή μεγαλύτερο του ζητηθεί.
  • Στις δεκαετίες '80 και '90 συνεχίζει ακούραστος να γράφει σενάρια και να σκηνοθετεί αρκετές ακόμη ταινίες.
  • Συνεπής, σεμνός και ακούραστος σ΄ολόκληρη τη ζωή του, με ανοιχτό πνεύμα και αγωνία για την πορεία του προοδευτικού χώρου, έδινε το δικό του ξεχωριστό παρόν στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.
  • Μέσα από τη θητεία του, έμεινε γνωστός ως "κυνηγός της Στάζι" και "ακούραστος συνήγορος υπέρ της δημοκρατίας" για την αποκάλυψη πολλών εγκλημάτων της Στάζι.
  • Επιστρέφωντας ακολούθως στην Κύπρο το 1926 και πάλι στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου υπηρέτησε ως ο Πνευματικός της Μονής καθώς επίσης και πλήθους κόσμου όπως και ο ακούραστος εργάτης και συντονιστής των γεωργικών ασχολιών της Μονής.

  • Ήταν ακούραστος συνεργάτης της Αρχαιολογικής Εταιρείας και συνέταξε πολλά ευρετήρια των συλλογών της.
  • Περιορισμένος σε ένα νοσοκομείο τις τελεταίες του μέρες, ο Κίτον ήταν ακούραστος και πηγαινοερχόταν συνέχεια μέσα στο δωμάτιό του.
  • Παράλληλα ήταν ένας ακούραστος συλλέκτης γνώσεων· η βιβλιοθήκη του περιείχε έργα όπως τα Φυσικά του Αριστοτέλη και η Φυσική Ιστορία του Πλίνιου.
  • Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ακάμας (< "ἀ-" (μη) + "κάμνω" (κουράζομαι), «ο ακούραστος [...] ») ήταν γνωστά δύο πρόσωπα.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2025
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!