Advertisement
 Translation for 'ανικανότητα' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
inability {noun}ανικανότητα {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'ανικανότητα' from Greek to English

ανικανότητα {η}
inability {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από MSA βιώνουν δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, η οποία συνήθως εκδηλώνεται ως ορθοστατική υπόταση, ανικανότητα, απώλεια εφίδρωσης, ξηροστομία και κατακράτηση ούρων και ακράτεια.
  • Το διάστημα 1271-74 έζησαν χωριστά και η Γκρυφίνα τον κατηγόρησε για ανικανότητα.
  • Η απροθυμία ή η ανικανότητα του Στρόχαΐμ να τροποποιήσει τις καλλιτεχνικές του αρχές για τον εμπορικό κινηματογράφο, η έντονη προσοχή στη λεπτομέρεια, η επιμονή του στην σχεδόν πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία και το κόστος των ταινιών του οδήγησαν σε διαμάχες με τα στούντιο.
  • Δεδομένου ότι υπήρχε ανικανότητα εκλογής προέδρου, η Βουλή διαλύθηκε και έγιναν εκλογές στις 8 Απριλίου 1990 καθώς δεν εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας αφού δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των κομμάτων για κοινό υποψήφιο.
  • Έζησαν χωριστά και η Γκρυφίνα τον κατηγόρησε για ανικανότητα.

  • Στις 23 Φεβρουαρίου 2009, ο Πέβκουρ αντικατέστησε την Μάρετ Μαριπούου ως Υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, αφού η Μαριπούου αποφάσισε να παραιτηθεί λόγω ενός σκανδάλου που προκλήθηκε από την ανικανότητα του Υπουργείου να παραδώσει τις συντάξεις στο σπίτι και λόγω μη έγκαιρης πρόνοιας.
  • Τον Ιούλιο του 2018 ξέσπασε η πυργκαγιά στο Μάτι της Αττικής που στοίχισε την ζωή σε 102 ανθρώπους, ενώ η κυβέρνηση κατηγορήθηκε από τον Τύπο και την αντιπολίτευση για αμέλεια, ανικανότητα και αδιαφορία.
  • Θεωρείται ότι αναφέρεται είτε στον Αμνό του Θεού, καθώς θεωρείτο ιδιαιτέρως θρήσκος άνθρωπος με ήπιο και γενναιόδωρο χαρακτήρα, είτε στην ανικανότητα και την μαλθακότητά του ως βασιλιά.
  • περιγράφει την ανικανότητα ενός ατόμου να σταματήσει το τεχνητό μαύρισμα και έχει αναφερθεί μεταξύ των εφήβων οι οποίοι χρησιμοποιούν τακτικά το μαύρισμα σε εσωτερικούς χώρους και παραδέχονται ότι δεν είναι σε θέση να σταματήσουν.
  • Στις 26 Μαΐου 2015 το κοινοβούλιο της Μαδαγασκάρης ψήφισε υπέρ της αποπομπής του προέδρου, ισχυριζόμενο τις "παραβιάσεις του συντάγματος και τη γενική ανικανότητα".

  • Στα Windows 8 η ζωγραφική διορθώνει ως επί το πλείστον τα μικρά ελαττώματα των προηγούμενων εκδόσεων που αφορούν την ανικανότητα μετακίνησης από το παράθυρο κατά την επεξεργασία έχοντας κάνει μεγέθυνση πάνω από 100%.
  • Οι ελλείψεις των βιβλίων αυτών οφείλονταν σε παρανοήσεις του προτοτύπου εκ μέρους των σλάβων μεταφραστών και στη λογοτεχνική τους ανικανότητα.
  • Οι μισοί από τους ασθενείς με σπονδυλική πολιομυελίτιδα αναρρώνουν πλήρως, ένα τέταρτο παραμένουν με μέτρια ανικανότητα, ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο μένουν με δριμύτατη ανικανότητα.
  • Συνέχισε στη Γιουβέντους, όπου ξεκίνησε με καλές προϋποθέσεις, αλλά η ανικανότητα να κατακτήσει το πρωτάθλημα τον έφερε εκτός ομάδας.
  • Ο ειδικός επιστημονικός όρος αφασία (στερητικό α- και -φέτος από το ρήμα φημί = λέγω) αναφέρεται σε κάθε μερική ή ολική απώλεια γλωσσικών ικανοτήτων σε ενήλικες και παιδιά και γενικότερη ανικανότητα λόγου.

  • Σαν αδυναμίες του γραπτού λόγου θα μπορούσαν να αναφερθούν η συντηρητικότητα του και επομένως η ανικανότητα του να αποδίδει όλες τις φωνητικές αλλαγές που συντελούνται σε προφορικό επίπεδο.
  • Έτσι σε αντιδιαστολή των όσων ισχύουν σε προσωπικές επιχειρήσεις ούτε η πτώχευση ή ο θάνατος, αλλά ούτε και τυχόν ανικανότητα προς δικαιοπραξία ενός των συμπλοιοκτητών μπορεί να επιφέρει τη λύση της συμπλοιοκτησίας.
  • διασπάθισε το δημόσιο χρήμα που είχε αποταμιεύσει ο πεθερός του και διεξήγε τους πολέμους κατά των Βουλγάρων με πρωτοφανή ανικανότητα.
  • Λιγότερο συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν το κόκκινο δέρμα (ερύθημα), το ξηρό δέρμα, τα κατεστραμμένα νύχια, το ξηροστομία, την κατακράτηση νερού και τη σεξουαλική ανικανότητα.
  • Η ανικανότητα να διεγερθούν συναισθηματικά είναι ένας λόγος για τον οποίο κάποιοι αλεξιθυμικοί τείνουν να αποβάλλουν την ένταση που προκαλείται από συναισθηματική φόρτιση διά μέσου αυθόρμητων συμπεριφορών όπως ονυχοφαγία, εξάρτηση από ουσίες, απρεπή σεξουαλική συμπεριφορά, ανορεξία κλπ.

    Advertisement
    © dict.cc English-Greek dictionary 2024
    Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
    Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!