| himself {pron} | αυτός ο ίδιος | |
Partial Matches |
| yourself {pron} | εσύ ο ίδιος | |
| unverified gradual {adj} | βαθμιαίος-α-ο, σταδιακός-ή-ο | |
| he {pron} | αυτός | |
| the | ο | |
| entire {adj} | ολόκληρος ο | |
| lovable {adj} | αξιαγάπητος, -η, -ο | |
| lively {adj} | ζωηρός, -ή, -ό | |
| loving {adj} | στοργικός, -ή, -ό | |
| likely {adj} | πιθανός, -ή, -ό | |
| infectious {adj} | μολυσματικός, -ή, -ό | |
| passionate {adj} | παθιασμένος, -η, -ο | |
| himself {pron} | ο εαυτός του | |
| lovely {adj} | ωραίος, -α, -ο | |
| unverified βοτ.T sloe {noun} [prunus spinosa] | προύνος {ο} ο ακανθώδης | |
| unverified to be in love with | είμαι ερωτευμένος, -η, -ο με | |
| unverified monger {adj} {noun} | κάπηλος {ο} {η}, -ο {το}, -οι, -ες {οι}, -α {τα} | |
| unverified repugnant {adj} | αποκρουστικός {ο}, -ή {η}, ό {το}, -οί, -ές {οι}, -ά {τα} | |
| unverified repugnant {adj} | αντίθετος {ο}, -η {η}, -ο {το}, -οι, -ες {οι}, -α {τα} | |
| unverified repugnant {adj} | ασυμβίβαστος {ο}, -η {η}, -ο {το}, -οι, -ες {οι}, -α {τα} | |
| unverified funerary {adj} | νεκρικός {ο}, -ή {η}, -ό {το}, -οί, -ές {οι}, -ά {τα} | |
21 translations
To translate another word just start typing!
Translation for 'αυτός ο ίδιος' from Greek to English
- αυτός ο ίδιος
- himself {pron}
- εσύ ο ίδιος
- yourself {pron}
- βαθμιαίος-α-ο, σταδιακός-ή-ο
- unverified gradual {adj}
- αυτός
- he {pron}
- ο
- the
- ολόκληρος ο
- entire {adj}
- αξιαγάπητος, -η, -ο
- lovable {adj}
- ζωηρός, -ή, -ό
- lively {adj}
- στοργικός, -ή, -ό
- loving {adj}
- πιθανός, -ή, -ό
- likely {adj}
- μολυσματικός, -ή, -ό
- infectious {adj}
- παθιασμένος, -η, -ο
- passionate {adj}
- ο εαυτός του
- himself {pron}
- ωραίος, -α, -ο
- lovely {adj}
- προύνος {ο} ο ακανθώδης
- unverified sloe {noun} [prunus spinosa]βοτ.T
- είμαι ερωτευμένος, -η, -ο με
- unverified to be in love with
- κάπηλος {ο} {η}, -ο {το}, -οι, -ες {οι}, -α {τα}
- unverified monger {adj} {noun}
- αποκρουστικός {ο}, -ή {η}, ό {το}, -οί, -ές {οι}, -ά {τα}
- unverified repugnant {adj}
- αντίθετος {ο}, -η {η}, -ο {το}, -οι, -ες {οι}, -α {τα}
- unverified repugnant {adj}
- ασυμβίβαστος {ο}, -η {η}, -ο {το}, -οι, -ες {οι}, -α {τα}
- unverified repugnant {adj}
- νεκρικός {ο}, -ή {η}, -ό {το}, -οί, -ές {οι}, -ά {τα}
- unverified funerary {adj}
Usage Examples Greek
- Προς το τέλος του έργου, ο Μπακαμάρτε ανατρέποντας και πάλι τα πάντα θα φθάσει στην έσχατη επιστημονική του αλήθεια: ο μόνος πραγματικά παράφρονας είναι αυτός ο ίδιος.
- Ο Μολινέ συνόδευσε τον Φράνσις Ντρέικ στη σφαιρική πλοήγηση του κόσμου τα έτη 1577-1580· όπως ανάφερε ο Ουμπαλτίνι "αυτός ο ίδιος υπήρξε σε εκείνες τις θάλασσες και σε εκείνες τις ακτές στις υπηρεσίες του ίδιου του Ντρέικ”.
- ... το είπε ο αυτός ο ίδιος), το οποίο χρησιμοποιείται όταν η τιμή αλήθειας μίας θέσης είναι ευθέως ανάλογη με την αξιοπιστία, τις γνώσεις ή το αξίωμα του προτείνοντος τη θέση.
- Αν και το όνομά του στη γλώσσα του προφέρεται Φρίντριχ Τίερς, αυτός ο ίδιος καθιέρωσε στα ελληνικά την εξελληνισμένη εκδοχή «Ειρηναίος Θείρσιος».
- Γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Μινύων, όπως επίσης σημειώνει ο Παυσανίας (ΙΧ 37, 7), ήταν ο Μινύας του οποίου τον τάφο (θησαυρό) είχε δει και αυτός ο ίδιος.
- Η Esperanta Civito χρησιμοποιεί πάντα το όνομα "Esperantio" (προταθέν από τον Hector Hodler το 1908), το οποίο αυτός ο ίδιος ορίζει σύμφωνα με την ερμηνεία του τι είναι "Ραουμίσμο", και το οποίο υποδηλώνει συνεπώς ότι μπορούμε να διαφοροποιηθούμε από την παραδοσιακή εσπεραντική κατανόηση σχετικά με την λέξη "Esperantujo".
- Ο Οδυσσέας αγανακτεί : Ποιος ήταν αυτός που μετακίνησε το κρεβάτι του, αλλά και πώς μπόρεσε, που αυτός ο ίδιος το έκανε αμετακίνητο και το στόλισε με χρυσάφι, φίλντισι κι ασήμι ; Μετά από αυτές τις λεπτομέρειες η Πηνελόπη πείθεται επί τέλους κι αγκαλιάζονται κλαίγοντας.
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!