Advertisement
 Translation for 'βαμβάκι' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
cotton wool {noun}βαμβάκι {το}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'βαμβάκι' from Greek to English

βαμβάκι {το}
cotton wool {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Για να ωριμάσει το βαμβάκι πρέπει να περάσουν περίπου 2 μήνες από τη σπορά.
  • Τον Μάρτιο του 2021, η Fila China δήλωσε ότι θα συνεχίσει να προμηθεύεται βαμβάκι από την Σιντζιάνγκ παρά τη δημόσια κριτική ότι τέτοιο βαμβάκι είχε παραχθεί με καταναγκαστική εργασία Ουιγούρων στην περιοχή.
  • Όσον αφορά την καινοτομία, χρησιμοποίησε το "shirting", ένα ακατέργαστο βαμβάκι παρόμοιο με το χαρτί μοτίβου, για να δημιουργήσει τις κομψές και casual συλλογές του.
  • Στο Καγιζμάν και τη Τουζλουτσά καλλιεργούνται βαμβάκι, ζαχαρότευτλα, φασόλια και φακές.
  • Στην πολιτεία καλλιεργούν ζαχαροκάλαμο, βαμβάκι και ρίζυ.

  • Η λαβέτα φτιάχνεται από απαλό και απορροφητικό ύφασμα πετσέτας, συνήθως από 100% βαμβάκι.
  • Η παραδοσιακή γεωργία στην περιοχή ποικίλλει, αλλά συχνά είναι αραβόσιτος, βαμβάκι και η παραγωγή ρυζιού.
  • Η περιοχή της Έσνα είναι κυρίως γεωργική με κύρια καλλιέργεια το βαμβάκι, σημαντικό εισόδημα στη πόλη αφήνουν και οι κρουαζιέρες στον Νείλο που ξεκινούν από εδώ.
  • Σήμερα στο Κιλελέρ καλλιεργούνται βαμβάκι, σιτηρά και ντομάτες και εκτρέφονται βοοειδή και αιγοπρόβατα.
  • Κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα, άρχισε στην Καρριακού να παράγεται το βαμβάκι.

  • Ιστορικά, τροχοί βαγονιών χρησιμοποιούσαν ρουλεμάν με χιτώνιο γεμάτα με απόβλητα ή υπολείμματα από βαμβάκι ή μάλλινες ίνες εμποτισμένα στο λάδι και αργότερα χρησιμοποιούσαν στερεά μαξιλάρια από βαμβάκι.
  • Στην Κλάρεντον καλλιεργούνται καπνός, βαμβάκι, πριμέντο, πιπερόριζα, μπανάνες, καφές και κακάο.
  • Οι κύριες καλλιέργειες της Τολιάρα είναι το σιζάλ, το σαπούνι, το κάνναβι, το βαμβάκι, το ρύζι και το αραπικό φιστίκι.
  • Κυριότερες καλλιέργειες: ελιές, τομάτα, κηπευτικά, καλαμπόκι, βαμβάκι, καρπούζι.
  • Αποτελεί το σπουδαιότερο αγροτικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας με κύρια προϊόντα τον καφέ, το βαμβάκι, την μπύρα, καθώς και είδη κλωστοϋφαντουργίας και υποδηματοποιίας.

  • β) το πράσινο του μαλαχίτη. Χρησιμοποιείται για τη βαφή των υφασμάτων από βαμβάκι, του χαρτιού κλπ.
  • Η περιοχή παράγει λαχανικά, ελιές, καπνό και βαμβάκι, φασολάκια, ντομάτες, φυστίκια κ.α.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!