Advertisement
 Translation for 'βούτυρο' from Greek to English
butter {noun}βούτυρο {το}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'βούτυρο' from Greek to English

βούτυρο {το}
butter {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Το διαυγασμένο βούτυρο έχει υψηλότερο σημείο καπνού (...) από το κανονικό βούτυρο (...) και επομένως προτιμάται σε ορισμένες μαγειρικές εφαρμογές, όπως το σοτάρισμα.
  • Το πιάτο λέγεται ότι αρχικά φτιαχνόταν με απλά κρέας (καμήλα ή αρνί), ζωμό κρέατος ή βούτυρο γκι (διαυγές βούτυρο) και ψωμί.
  • Το βούτυρο και το διαυγές βούτυρο (επίσης γνωστό ως σμεν) είναι, παραδοσιακά, το προτιμώμενο μέσο μαγειρέματος.
  • Γαλακτοκομικά προϊόντα: διαυγές βούτυρο, σιναπέλαιο, ηλιέλαιο, βούτυρο και το Ινδικό τυρί πανίρ χρησιμοποιούνται ευρέως στο μαγείρεμα των Παντζάμπι.
  • Για την παρασκευή κέικ χρειαζόμαστε φαρίνα, ζάχαρη, γάλα, αβγά, βανίλια ή ξύσμα από πορτοκάλι, βούτυρο.

  • Ο αριθμός είναι δείκτης για τα υδρόφιλα λιπαρά οξέα σε βρώσιμα λίπη, και είναι ιδιαίτερα υψηλός στο βούτυρο.
  • Υπάρχει σε: βούτυρο, τυρί, γάλα, κρέας, βούτυρο κακάο, σογιέλαιο και ηλιέλαιο.
  • Παρόμοια πιάτα περιλαμβάνουν τα πανίρ μασάλα με βούτυρο και καντάι πανίρ.
  • Ο σταιτίτης ή στατίτης είναι είδος τηγανίτας (γνωστή και ως pancake), φτιαγμένη από αλεύρι, γάλα, βούτυρο, μπέικιν πάουντερ και ζάχαρη.
  • Το κρουασάν είναι αρτοσκεύασμα που έχει σαν βάση μια ζύμη αφράτη με πολλά φύλλα και περιέχει, εκτός από τη μαγιά, βούτυρο σε αρκετή ποσότητα.

  • Το βούτυρο κακάο είναι το μόνο συστατικό που προέρχεται από τους κακαόσπορους, λόγω της απουσίας κακαόμαζας το βούτυρο κακάο έχει πιο έντονη γεύση στη λευκή σοκολάτα ενώ βασικό ρόλο έχει και η βανίλια.
  • Το όνομα παράγεται από το βουτανικό οξύ, ένα καρβοξυλικό οξύ με τέσσερα άτομα άνθρακα που βρίσκεται στο ταγγισμένο βούτυρο.
  • Τέλος το βούτυρο πριν συσκευασθεί υπόκειται σε πλύσεις με κρύο νερό για να αποχωριστεί πλήρως το βουτυρόγαλα ("οξυνισμένο αποβουτυρωμένο γάλα") από το τελικό προϊόν.
  • Τα βασικά συστατικά της ζύμης τους είναι: αλεύρι, αυγά, γάλα, βούτυρο και λίγο αλάτι.
  • Η ουσία έγινε γνωστή στους αλχημιστές ως "βούτυρο του αρσενικού".

    Advertisement
    © dict.cc English-Greek dictionary 2025
    Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
    Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!