Translation for '
εκμισθωτής' from Greek to English
1 translation
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Μίσθωση ονομάζεται η σύμβαση κατά την οποία ο ένας των συμβαλλομένων (εκμισθωτής) εκχωρεί την υποχρέωση/δικαίωμα αντί ορισμένου τιμήματος να παράσχει στον έτερο (μισθωτή) την χρήση πράγματος (μισθίου) ή εργασία, ο δε έτερος υποχρεούται να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα (μίσθωμα).
- Η πώληση διακρίνεται επίσης από τη μίσθωση στο ότι στη μίσθωση ο εκμισθωτής αναλαμβάνει μεν να παραδώσει το πράγμα στον μισθωτή έναντι ανταλλάγματος, όμως για ορισμένο χρόνο και μόνο κατά την χρήση, όχι κατά την κυριότητα.
- Ως ευγενής, συγγενής των βασιλέων της Παμπλόνα, έγινε εκμισθωτής τού Μονθόν (1104-16), τού Ουρρόθ (1104), ίσως της Τουδέλα (1117) και τού Έρρο (1122-29).
- Μέσα στο Επαρχιακόν Βιβλίον υπήρχε μια πρωτογενής προστασία της επαγγελματικής στέγης: Έτσι αν κάποιος προσέφερε κρυφά ή φανερά στον ιδιοκτήτη ενός καταστήματος υψηλότερο ενοίκιο από αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή του προσφερόταν με σκοπό να πάρει έξωση η παλιός εκμισθωτής και να εγκατασταθεί ο νέος τότε διωκόταν ποινικά.
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!