Advertisement
 Translation for 'επιδεξιότητα' from Greek to English
skill {noun}επιδεξιότητα {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'επιδεξιότητα' from Greek to English

επιδεξιότητα {η}
skill {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Στο μέσο της ακουαρέλας, η ζωγραφική αλά πρίμα απαιτεί μια ορισμένη επιδεξιότητα στην αποδοχή του απρόβλεπτου.
  • Στα έργα του δείχνει μια εξαιρετική επιδεξιότητα στη σκηνική δομή.
  • Ο Μάστρε-Γιακουμής διακρινόταν για την επιμέλεια, την ευφυΐα, την επιδεξιότητα, την εφευρετικότητα και την καλλιτεχνία του.
  • Απεβίωσε σε ηλικία 62 ετών και τάφηκε 32 χλμ από το Επερνόν, φρούριο που είχε κατασκευάσει με επιδεξιότητα.
  • Στην εξωτερική του πολιτική προσπάθησε με επιδεξιότητα να επιζήσει μεταξύ των ισχυρών γειτόνων του: τού Βλάντισλαφ Α΄ τού "βραχύ", τού Τευτονικού Τάγματος, της Λιθουανίας και της Βοημίας.

  • Επιπροσθέτως, αποτελούν στη λαϊκή παράδοση συνηθισμένο αρχέτυπο του πανούργου που χρησιμοποιεί επιδεξιότητα προκειμένου να νικήσει τους εχθρούς του.
  • Κινούνται με μεγάλη επιδεξιότητα ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων.
  • Το σκουφοβουτηχτάρι ανήκει σε μία τάξη πτηνών (Πυγοποδόμορφα), που στον ελλαδικό χώρο, είναι γνωστά ως "βουτηχτάρια", "βουτηχτάρες" ή "καραπατάκια", τα οποία κολυμπάνε και καταδύονται με χαρακτηριστική επιδεξιότητα.
  • Ομαδικό μονόζυγου: Σε αυτό το αγώνισμα συμμετείχε μόνο η ομάδα της Γερμανίας, με αρχηγό τον Φριτς Χόφμαν, η οποία παρουσίασε διάφορες ασκήσεις με εξαιρετική επιδεξιότητα.
  • Κυβέρνησε πολλά χρόνια με θαυμαστή επιδεξιότητα και ικανότητα.

  • Δεδομένου ότι πολλοί κίνδυνοι απειλούν τη μυθική πόλη, ο Άρθουρ, με το Μέρλιν στο πλευρό του, πρέπει να δείξει μεγάλο θάρρος και επιδεξιότητα για να υπερασπιστεί το βασίλειο.
  • Συγκρινόμενες με τις κινητικές δεξιότητες των χεριών (και των δακτύλων) ο όρος επιδεξιότητα χρησιμοποιείται συχνότερα, τείνει όμως πλέον να αντικατασταθεί από τον όρο λεπτή κινητικότητα.
  • Ξεπερνώντας τους προγενέστερους Περουβιανούς λαούς, τόσο σε επιδεξιότητα όσο και σε φαντασία, χρησιμοποιούσαν κυρίως χρυσό, άργυρο και χαλκό.
  • Η γνώση μπορεί να αναφέρεται στη θεωρητική ή στην πρακτική κατανόηση ενός θέματος, να αφορά την επιδεξιότητα και την εξειδίκευση στο πρακτικό του μέρος, και να ακολουθεί λιγότερο ή περισσότερο την τυπικότητα και τη συστηματικότητα.
  • Εισήγαγε στην ποίηση το ιδεώδες της γενιάς του '27 συνθέτοντας με περισσή επιδεξιότητα την παραδοσιακή ποίηση με το νέο ποιητικό ρεύμα, κατορθώνοντας έτσι να ξεχωρίσει ως ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες της δεκαετίας του '20.

  • Ο Αγώνας αυτοκινήτων είναι ένα άθλημα που απαιτεί ιδιαίτερη επιδεξιότητα, ταχύτατα ανακλαστικά, μεγάλη κυριαρχία λόγω υπερέντασης, ενώ σ΄ όλη τη διάρκειά του δεν λείπει η «γεύση» του κινδύνου.
  • Το παιχνίδι Subbuteo είναι μια φυσική προσομοίωση του αθλήματος και απαιτεί την επιδεξιότητα και την ικανότητα στο τίναγμα των φιγουρών που στέκονται σε βαριές βάσεις, προς την μπάλα, η οποία είναι μεγάλου μεγέθους και είναι σχεδόν τόσο ψηλή όσο οι παίκτες.
  • Άλλα χαρακτηριστικά της ποίησης του είναι η στιχουργική επιδεξιότητα και η μουσική αίσθηση.
  • Στη συνέχεια ως αρχηγός του αθηναϊκού στόλου έπλευσε στην Κύπρο και τη Μικρά Ασία, όπου με πολιτική επιδεξιότητα κατάφερε να προσελκύσει τους δυσαρεστημένους Ίωνες στην Α' Αθηναϊκή Συμμαχία, οι οποίοι τελικά παράβλεψαν την τυραννική συμπεριφορά του Σπαρτιάτη αρχιστράτηγου Παυσανία.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2025
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!