Advertisement
 Translation for 'επιδημιολογία' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
επιστήμηιατρ.
epidemiology {noun}
επιδημιολογία {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'επιδημιολογία' from Greek to English

επιδημιολογία {η}
epidemiology {noun}επιστήμηιατρ.
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για την Εκπαίδευση στην Παρεμβατική Επιδημιολογία (αγγλικά: "European Programme for Intervention Epidemiology Training", ΕΡΙΕΤ) είναι πρόγραμμα που παρέχει εκπαίδευση και πρακτική στην παρεμβατική επιδημιολογία σε εθνικά κέντρα επιτήρησης και ελέγχου μεταδοτικών νοσημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
  • Επιδημιολογία είναι η μελέτη της κατανομής και της εξέλιξης διαφόρων νοσημάτων στον ανθρώπινο πληθυσμό (περιγραφική επιδημιολογία) και των παραγόντων που τις διαμορφώνουν ή μπορούν να τις επηρεάσουν (αναλυτική επιδημιολογία).
  • Η γνωστική επιδημιολογία είναι ένα πεδίο έρευνας η οποία εξετάζει τις συσχετίσεις μεταξύ των βαθμολογιών των τεστ νοημοσύνης (βαθμολογίες IQ ή εξαγόμενοι παράγοντες ) και της υγείας, πιο συγκεκριμένα της νοσηρότητας (ψυχικής και σωματικής) και της θνησιμότητας.
  • O Αντρέας Γκρύντσιγκ (25 Ιουνίου 1939 - 27 Οκτωβρίου 1985) ήταν Γερμανός ακτινολόγος και καρδιολόγος με αξιοσημείωτο κλινικό έργο και έρευνα στην επιδημιολογία και την αγγειολογία.ς των ΗΠΑ στις 27 Οκτωβρίου 1985.
  • Οι γιατροί Βιέ και Γκαμπάι ερεύνησαν την επιδημιολογία της νόσου.

  • Οι υπερμεταδότες είναι σημείο ιδιαίτερης ανησυχίας για την επιδημιολογία.
  • Στην επιδημιολογία, αναφέρεται στον αριθμό των συμβάντων (π.χ. ...
  • Ο Ιωάννης Ιωαννίδης (Νέα Υόρκη, 21 Αυγούστου 1965) είναι Ελληνοαμερικανός επιστήμονας και συγγραφέας με συνεισφορές στην επιδημιολογία και την κλινική έρευνα.
  • Στην επιδημιολογία, η επίπτωση είναι ένα μέτρο της πιθανότητας εμφάνισης μιας συγκεκριμένης ασθένειας ή άλλης κατάστασης σε έναν πληθυσμό εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
  • Στην επιδημιολογία, η θνητότητα είναι η αναλογία των θανάτων από κάποια νόσο σε σχέση με τον συνολικό αριθμό ανθρώπων που έχουν διαγνωστεί με την νόσο σε δεδομένο χρονικό διάστημα.

  • Η επιδημιολογία για τις υπόλοιπες υποκατηγορίες είναι επί του παρόντος άγνωστη.
  • Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ειδικεύθηκε στην παθολογία, τη μικροβιολογία, τη δημόσια υγεία και την επιδημιολογία στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, του Λονδίνου, του Χάρβαρντ και της Οξφόρδης.
  • Στην επιδημιολογία και στην αναλογιστική επιστήμη, ο όρος «ποσοστό νοσηρότητας» ή «ρυθμός νοσηρότητας» μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένους δείκτες νοσηρότητας όπως η επίπτωση ή ο επιπολασμός μιας ασθένειας.
  • «Η επιδημιολογία των διαταραχών του αυτιστικού φάσματος: αυξάνεται ο επιπολασμός;».
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2025
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!