Advertisement
 Translation for 'επιτάχυνση' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
acceleration {noun}επιτάχυνση {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'επιτάχυνση' from Greek to English

επιτάχυνση {η}
acceleration {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Για μικρές ταχύτητες σε σχέση με την ταχύτητα του φωτός ισχύει F=mα (δεύτερος νόμος του Νεύτωνα), όπου F η συνισταμένη των δυνάμεων, m η μάζα του σώματος, που εκφράζει την αδράνειά του και α η επιτάχυνση, δηλαδή ο ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας.
  • Αυτή η βελτιωμένη μελέτη αποκάλυψε μια επιτάχυνση σχεδόν 280% σε διάστημα τεσσάρων δεκαετιών.
  • Πάντως, το αποτέλεσμα της εργασίας του αυτής ήταν μια Συνθήκη για την επιτάχυνση της αλληλογραφίας από την Αγγλία στην Αμερική, επιτάχυνση που κατέστη εφικτή με γενναία επιδότηση από τη πλευρά της Αγγλίας.
  • Η επιτάχυνση 0 - 100 χιλιόμετρα την ώρα στα μοντέλα 440 και 445 ερχόταν σε 42 δευτερόλεπτα.
  • που ορίζεται ανωτέρω, είναι μια ονομαστική τιμή μεσαίας κατηγορίας στη Γη, αρχικά με βάση την επιτάχυνση ενός σώματος σε ελεύθερη πτώση στο επίπεδο της θάλασσας σε ένα γεωδαιτικό πλάτος 45°.

  • Η επιτάχυνση μπορεί να προκύψει με την αλλαγή με την πάροδο του χρόνου του μεγέθους της ταχύτητας ή την αλλαγή της κατεύθυνσης της ή και τα δύο.
  • και του οποίου η επιτάχυνση γίνεται σε δύο στάδια (με γ = 0.353553, 0.565685).
  • 1. Άλματα με επιτάχυνση (5 - 7 διασκελισμοί με φόρα).
  • Παρακάτω αναφέρονται ευρέως χρησιμοποιούμενες μέθοδοι υλοποίησης για την επιτάχυνση της σελιδοποίησης.
  • Ορίζεται ο λόγος κόστους προς χρόνο που δείχνει το κόστος/μέρα για την επιτάχυνση ενός σχεδίου και παίρνει πάντα αρνητική τιμή διότι το κόστος με την επιτάχυνση αυξάνεται ενώ ο χρόνος μειώνεται.

  • 3. "Φυσικά:" επιτάχυνση, ισορροπία, στατικό άλμα, δύναμη, ευκινησία.
  • Ευθύγραμμη ομαλά επιταχυνόμενη κίνηση είναι η κίνηση που κάνει κάποιο σώμα στην οποία η τροχιά της είναι ευθύγραμμη και η επιτάχυνση της μένει σταθερή και διαφορετική από τη μηδενική.
  • Η επιτάχυνση γίνεται από ηλεκτρικό πεδίο, το οποίο εναλλάσσεται, ώστε αυτά να επιταχυνθούν.
  • Στη φυσική, η επιτάχυνση της βαρύτητας είναι η επιτάχυνση που αποκτάει ένα σώμα όταν βρεθεί μέσα στο βαρυτικό πεδίο της Γης.
  • Η επιτάχυνση του σώματος που πραγματοποιεί ελεύθερη πτώση ισούται με την ένταση του βαρυτικού πεδίου και είναι ανεξάρτητη της μάζας του σώματος.

  • 3. Ομοιόμορφη πρόσφυση και καλύτερος έλεγχος του οχήματος κατά την επιτάχυνση ή την επιβράδυνση.
  • Η ταχύτητα και η επιτάχυνση είναι δύο βασικές ποσότητες που περιγράφουν πως μεταβάλλεται η θέση ενός σώματος.
  • Η επιτάχυνση είναι ο ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας [...].
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!