Advertisement
 Translation for 'ευημερία' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
prosperity {noun}ευημερία {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'ευημερία' from Greek to English

ευημερία {η}
prosperity {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Επιχειρηματολόγησε ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να είναι το ίδιο σημαντικός όσο το χρήμα, οι υπηρεσίες είναι το ίδιο σημαντικές όσο τα προϊόντα, και ότι πρέπει να υπάρχει έμφαση στην ανθρώπινη ευημερία, αντί απλά στην ευημερία.
  • Η Θετική Ψυχολογία είναι ένας σχετικά νέος κλάδος της ψυχολογίας που μελετά την ευημερία ατόμων, ομάδων και οργανισμών.
  • Η πόλη γνώρισε ευημερία τον 12ο και 13ο αιώνα και κατασκευάστηκαν πολλά γοτθικά κτήρια.
  • Ειδικεύονταν κυρίως στις εξαγωγές και το εμπόριό τους επεκτάθηκε στις ακτές του Ατλαντικού, γεγονός που επέτρεψε την ευημερία της περιοχής τους.
  • Ο Vinokur διαπίστωσε ότι όσοι ισχυρίζονται ότι έχουν κοινωνική υπονόμευση στον εργασιακό χώρο, ανέφεραν ότι έχουν φτωχότερη ψυχική υγεία και έχουν υποστεί λιγότερη ευημερία.

  • Όποιος προκαλεί ή υποκινεί πράξη αντίθετη προς την ευημερία των πολιτών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης, υπό ελαφρυντικές περιστάσεις, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
  • Το 1870, μια γεωργική κοινότητα εγκαταστάθηκε στην περιοχή όπου και γνώρισε ευημερία λόγο του καλού καιρού της περιοχής.
  • Στον δημόσιο διάλογο σχετιζόμενο με το θέμα, υπάρχει η γενική συναίνεση ότι η ευημερία των παιδιών πρέπει να καθοδηγεί τις αποφάσεις και τους νόμους της πολιτείας.
  • Βασική του πεποίθηση είναι ότι το εμπόριο συνιστά μια ισχυρή δύναμη για την παγκόσμια ειρήνη και την ευημερία.
  • ιατρικές εξετάσεις, ρουχισμό, σχολικά είδη, έπιπλα, τρόφιμα κ.λ.π.)για την ευημερία των παιδιών.

  • Εξ αυτού του λόγου η ευημερία θεωρητικά διακρίνεται σε "οικονομική ευημερία" και σε "κοινωνική ευημερία" που εξετάζονται από διαφορετικές επιστήμες με κοινή όμως συγκλίνουσα έννοια εφαρμογής την Πρόνοια και διάφορα μέτρα που μπορεί να ληφθούν επί της τελευταίας, όπως π.χ.
  • Η οικονομική ευημερία του Χους βασίστηκε στην υφαντουργία και την παραγωγή αλατιού.
  • Η ειρήνη έφερε την ευημερία και η ευημερία τον πλούτο.
  • Η ευημερία επανήλθε, όταν οι ιαματικές πηγές ανακαλύφθηκαν εκ νέου και η πόλη έγινε αγαπημένος τόπος αναψυχής για τους πλούσιους.
  • Με ειρήνη, χαρά και ευημερία.

  • Στον Φρέυρ επίσης γίνονταν προσευχές για καλό μέλλον, ειρήνη και ευημερία.
  • Προκειμένου να οδηγήσουν το έθνος σε ευημερία.
  • Ένας άλλος τρόπος για το προσδιορισμό της κοινωνικά επιθυμητής κατανομής του εισοδήματος, γιατί περί τούτου πρόκειται στην ουσία, είναι δια της κατασκευής "Bergson-Samuelson συναρτήσεων κοινωνικής ευημερίας" (social welfare functions).
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!