Advertisement
 Translation for 'ευκατάστατος' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
prosperous {adj}ευκατάστατος
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'ευκατάστατος' from Greek to English

ευκατάστατος
prosperous {adj}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος σταφιδέμπορος και το γεγονός αυτό επέτρεψε στον ζωγράφο να ασχοληθεί με την τέχνη του χωρίς οικονομικούς περιορισμούς στα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας.
  • Ο φαν ντε Καπέλλε ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατος, ώστε ποτέ δεν χρειάστηκε να στηριχτεί στη ζωγραφική του για να αποκομίσει τα προς το ζην, και δεν είναι γνωστό αν έγινε μέλος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της πόλης ή στον διαφορετικό φορέα που είχε δημιουργηθεί το 1653, την «αδελφότητα των ζωγράφων».
  • Έλαβε πολλές παραγγελίες και κατά τη στιγμή του θανάτου του, που επήλθε στο Άμστερνταμ, ήταν ευκατάστατος.
  • Ο Αρμάντο είναι ένας ευκατάστατος μεσήλικας που προσφέρει χρήματα σε νεαρούς άντρες για να έρθουν στο σπίτι του και να γδυθούν, χωρίς να τους αγγίξει.
  • Ως τον θάνατό του, στην Αμβέρσα το 1561, ήταν ευκατάστατος και διέθετε άνετο σπίτι και σημαντική συλλογή έργων τέχνης.

  • Η περιουσία του περιλάμβανε μεγάλη συλλογή έργων τέχνης μειζόνων καλλιτεχνών του προηγούμενου αιώνα, κάτι που δείχνει ότι ήταν ευκατάστατος.
  • Έτσι, τον μεγάλωσαν δύο θείες του κοντά στο Γιαροσλάβλ στην κατοικία του παππού του, ο οποίος ήταν ένας ευκατάστατος ευγενής.
  • Ο χορηγός της κατασκευής ήταν ένας απόστρατος Πρώσος αξιωματικός, ο Φρίντριχ Σρέτερ (Friedrich Schröter, 1820–1888), ένα ευκατάστατος γαιοκτήμονας από το γειτονικό Βέτρις.
  • Ο Λέστερ, ευκατάστατος οικογενειάρχης των προαστίων, συνειδητοποιεί βαθμιαία την αβάσταχτη κενότητα της υλιστικής του καθημερινότητας.
  • Ο Μερκάτορ, αξιοσέβαστος και ευκατάστατος πια, ουδέποτε εγκατέλειψε το Ντούισμπουργκ, όπου και πέθανε, έχοντας επιπλέον θητεύσει και ως επόπτης της πόλεως.

  • Ένας ώριμος και ευκατάστατος άντρας (Αλέξης Δεπάστας), γεροντοπαλίκαρο και γλεντζές, αναλαμβάνει την κηδεμονία μιας νεαρής κοπέλας (Τζίνη ή Ιωάννα).
  • Τις σπουδές του ανέλαβε ένας ευκατάστατος θείος του.
  • Ο Αντώνης Παπασταφίδας (Λάμπρος Κωνσταντάρας) είναι ένας ευκατάστατος κτηματίας που ζει στην επαρχία.
  • Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Καρολίδης ή Κάρλογλου ήταν ευκατάστατος γαιοκτήμονας και έμπορος σιτηρών.
  • Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Βλαστός, αν και ευκατάστατος, δεν διέθετε σημαντική οικονομική επιφάνεια.

  • Ήταν οικονομικά ευκατάστατος -είχε τυπώσει στη Φλωρεντία νόμισμα-μετάλλιο έχοντας στη μια όψη μορφή της Ελλάδας και στην άλλη το μονόγραμμα της οικογένειάς του - αν και στο τέλος της ζωής του δεν είχε αρκετά οικονομικά μέσα.
  • Αναφέρεται ότι ήταν ευκατάστατος κτηματίας από τον Παγώνδα και ανήκε στους Καρμανιόλους μία από τις δύο πολιτικές παρατάξεις-Φατρίες του νησιού.
  • Αν και δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες πληροφορίες για το Νικόδημο, πέρα από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια και πολλοί ιστορικοί της Βίβλου εικάζουν ότι πρόκειται για τον Νικόδημο Μπεν Γκουριόν, ο οποίος αναφέρεται στο Ταλμούδ σαν ένας ευκατάστατος και δημοφιλής άνδρας με θαυματουργικές δυνάμεις.
  • Ο Σάββας Κατσίκης (Σάκης Μπουλάς) είναι ένας ευκατάστατος εισοδηματίας ο οποίος κάνει σχέσεις με τις γυναίκες κυρίως για να περνάει καλά μιας και δεν του αρέσουν οι δεσμεύσεις.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!