Advertisement
 Translation for 'ευμάρεια' from Greek to English
affluence {noun}ευμάρεια {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'ευμάρεια' from Greek to English

ευμάρεια {η}
affluence {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Πολύ περισσότερο δεν απευθύνεται στο λαό με την πλατύτερη έννοια, αλλά σε μια άρχουσα θρησκευτική ή κοσμική τάξη, που διαθέτει την οικονομική ευμάρεια να διαιωνίζει το είδος της.
  • Η οικονομική ευμάρεια του τόπου προάγει την πληθυσμιακή πύκνωση.
  • Το καθεστώς του Πουέρτο Ρίκο έχει επιτρέψει στα νησιά που το συνιστούν να απολαμβάνουν ευμάρεια πρωτόγνωρη σε σχέση με τα ανεξάρτητα κράτη στην ευρύτερη περιοχή της Καραϊβικής, αν και σε γενικές γραμμές το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων βρίσκεται συγκριτικά προς αυτό των ΗΠΑ σε χαμηλό επίπεδο.
  • Αυτή την εποχή χτίστηκαν πολυτελή μέγαρα στις μεγαλύτερες πόλεις και ολόκληρη η περιοχή επωφελήθηκε από την ευμάρεια.
  • Στα 257 χρόνια της, ο Πόντος γνώρισε μεγάλη οικονομική ευμάρεια και πολιτιστική ακμή.

  • Το σπάσιμο των κανατιών συμβολίζει την απομάκρυνση της κακοτυχίας, γι αυτό μέχρι και σήμερα τα κομμάτια από τους σπασμένους «μπότηδες» τα παίρνουν στο σπίτι τους οι Κερκυραίοι αλλά και πολλοί επισκέπτες του νησιού, προκειμένου να τους φέρουν καλοτυχία και ευμάρεια.
  • Η μεγάλη του έκταση, φανερώνει οικονομική ευμάρεια, αλλά και τη συμμετοχή ενός σημαντικού αριθμού θεατών.
  • Στο εσωτερικό του ναού υπάρχει μια πολύ ωραία διακοσμημένη λειψανοθήκη, η οποία μαρτυρεί την ευμάρεια της πόλης κατά τον Μεσαίωνα.
  • Τον Ιωσήφ σύμφωνα με τη Γέννεση τον "παρέστεκε ο Θεός κι έτσι το σπίτι του Πετεφρή το βρήκε ευμάρεια η οποία εφαίνετο να εκπορεύεται από τον Ιωσήφ."
  • Ο όρος ναυτικές δημοκρατίες (ιταλικά repubbliche marinare) χρησιμοποιείται για τον ορισμό ορισμένων ιταλικών παραθαλάσσιων πόλεων οι οποίες, μεταξύ του 10ου και του 13ου αιώνα, γνώρισαν μεγάλη οικονομική ευμάρεια χάρη στις εμπορικές τους δραστηριότητες στα πλαίσια μιας ευρείας πολιτικής αυτονομίας.

  • Την ευμάρεια της πόλης απείλησε ένας σεισμός 365.
  • Κατά τη θητεία του Βλάσση Σταθοκωστόπουλου στην προεδρία του τμήματος ο ΠΑΟ κατέκτησε τίτλους, επανήρθε σε τροχιά πρωταθλητισμού σε Ελλάδα και Ευρώπη και υπήρξε οικονομική ευμάρεια.
  • Η ευμάρεια της πόλης δοκιμάζεται το 1188, όταν σε αυτήν ξεσπά μεγάλη πυρκαγιά που καταστρέφει μεγάλο τμήμα της, το Αββαείο Νοτρ Νταμ ω Νονναί, τον ναό του Αγίου Στεφάνου, το ανάκτορο των κομήτων της Καμπανίας και τον Καθεδρικό του Αγίου Πέτρου.
  • Η οικογένειά της ήταν σχετικά άγνωστη και με περιορισμένη οικονομική ευμάρεια ενώ η κατοικία τους είχε παραχωρηθεί από το Βασιλιά.
  • Η ευμάρεια της Αξού κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες οφείλεται στην ενασχόληση των κατοίκων με τις διεθνείς οδικές μεταφορές.

  • Κατά την εποχή της τσαρικής Ρωσίας, το «Μετροπόλ» αντανακλούσε την κοινωνική ευμάρεια της ρωσικής πρωτεύουσας.
  • Οι κάτοικοι παρουσίασαν μεγάλη ευμάρεια λόγω των πρόσφορων εδαφών του Δέλτα από την καλλιέργεια της γης.
  • Η ύπαρξή τους φανερώνει κοινή πολιτική, αλλά και οικονομική ευμάρεια.
  • Νέα ευμάρεια [...].
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!