Translation for '
εύπορος' from Greek to English
1 translation
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Ο ίδιος έγινε αρκετά εύπορος και με τα χρήματά του βοήθησε στην ανάπτυξη του γκέτο.
- Ο πατέρας της ήταν εύπορος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης φυτειών στη Βραζιλία και στην Ινδονησία.
- Ο Αρκάδιος Δημητρακόπουλος (1825 - 1908) ήταν εύπορος Έλληνας μεγαλέμπορος σιτηρών, με καταγωγή από τα Λαγκάδια Αρκαδίας, πρόεδρος του ελληνικού φιλεκπαιδευτικού συλλόγου του Πύργου «Εύξεινος Πόντος» και σημαντική προσωπικότητα της κοινωνίας του Πύργου της Βουλγαρίας, τον 19ο αιώνα.
- Το κτίριο σχεδιάστηκε ως οικογενειακό μέγαρο κατοικιών, για λογαριασμό του Ηρακλή Χατζηδημούλα (1881-1931), που ήταν εύπορος βιομήχανος και είχε Βαμβακοκλωστήριο στην Έδεσσα.
- Σύμφωνα με την παράδοση, ο Πολύευκτος ήταν ένας εύπορος αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού και υπήρξε ο πρώτος στην ιστορία Χριστιανός που μαρτύρησε στην πόλη Μελιτηνή, τη σημερινή Μαλάτεια της Τουρκίας, που τότε ανήκε στο υποτελές στους Ρωμαίους Βασίλειο της Αρμενίας.
- Κατά την οικονομική ύφεση του Μεσοπολέμου, ο εύπορος επιστήμονας Άλφρεντ Λούμις (Alfred Lee Loomis, 1887-1975) πλήρωνε ανωνύμως το κόστος δημοσίευσης για συγγραφείς που δεν μπορούσαν να καταβάλουν τα χρήματα.
- Ο πατέρας του είχε καλή μόρφωση, και ήταν αρκετά εύπορος.
- Ο παππούς του, Γιανς Μπορ, ήταν ένας από τους επιφανέστερους πολίτες του Άμερσφοορτ και ο πατέρας του, που επίσης λεγόταν Πάουλους Μπορ, ήταν εύπορος έμπορος ενδυμάτων στην πόλη.
- Έπρεπε να τρομοκρατηθεί ο πληθυσμός, ιδίως ο εύπορος.
- Ο Ίων Χάνφορντ Περδικάρης (1840-1925) ήταν ένας εύπορος Ελληνοαμερικανός, η απαγωγή του οποίου, το 1904, παραλίγο να προκαλέσει πολεμική σύρραξη ανάμεσα στις Η.Π.Α.
- Ο Προσπέρο, ένας εύπορος νέος που κατάγεται από διακεκριμένη οικογένεια μας θυμίζει τον Πόε και την δική του οικογένεια τους Άλλανς.
- Ο πατέρας του Γκότλιμπ Ντάιμλερ ήταν ένας εύπορος αρτοποιός και διέθετε αρκετά οικονομικά μέσα για να στείλει το γιο του στο σχολείο.
- Σύντομα έμεινε ορφανός και τον ανέθρεψε ένας εύπορος θείος του, ο οποίος τον σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
- Γεννήθηκε το 576,και ήταν ένας πολύ επιτυχημένος και εύπορος έμπορος.
- Στον διάλογο συμμετέχουν ο Σωκράτης, στενός και εύπορος φίλος του Κρίτωνα.
- Ένας από αυτούς ήταν ο Μάρκος Καλύβης (γεννήθηκε το 1829), ο οποίος ήταν εύπορος.
- Ο Άγιος Μύρων ήταν ένας εύπορος άνδρας που ζούσε στην Αχαΐα όταν Αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Δέκιος (249-251 μ.Χ.), που έμεινε στην ιστορία για τους διωγμούς του κατά των Χριστιανών.
- Αν και δεν ήταν εύπορος, ο Ευριπίδης είχε στη διάθεσή τον σκλάβο Κεφησόφων, ο οποίος όχι μόνο τον εξυπηρετούσε στο νοικοκυριό του σπιτιού, αλλά λάμβανε ενεργό μέρος στην πνευματική εργασία του Ευριπίδη και του αντέγραφε τα βιβλία.
- Σταματιάδης εύπορος λογιζόταν αυτός που είχε περιουσία 200 γρόσια, ενώ όποιος είχε περιουσία 500 γροσίων ήταν δακτυλοδεικτούμενος.
- Ζούσε ως εύπορος κτηνοτρόφος ακόμη και μετά από την υπό του Προφήτη Σαμουήλ ανακήρυξη του Δαυίδ ως βασιλέα.
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!