Translation for '
ηγούμενος' from Greek to English
2 translations
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Επίσης «"ο ηγούμενος της Βερντέν επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ το 1026 και είδε το νέο φως να κατεβαίνει επάνω στο φανάρι του"», ενώ «"ο Ρώσος ηγούμενος Δανιήλ είδε το Άγιο Φως με δέος, και προχώρησε μπροστά ώστε να εξασφαλίσει έναν σπινθήρα για το φανάρι του.
- Ο ηγούμενος του Σαν-Λουκάρ ισχυρίζεται ότι το θαύμα σημαίνει ότι ο Δον Ζουάν πρόκειται να αγιοποιηθεί.
- Σαν ηγούμενος πήγε το 1795 στην Κωνσταντινούπολη, με συνοδεία του τους προκρίτους της πόλης, και κατάφερε να χαρακτηριστεί η Μονή βακούφι, έτσι γλίτωνε την βαριά φορολογία, και να απομακρύνουν τον διοικητή Αλή Χασεκλή που καταδυνάστευε την πόλη.
- Το 1535 διορίστηκε ηγούμενος τιμητικά τού αββαείου τού Τρε Φοντάνε στη Βία Οστιένσε, μία θέση που την κράτησε ως το 1544.
- Από το χωριό καταγόταν ο ηγούμενος Παρθένιος ο οποίος ανακαίνισε το 1866 την ιερά μονή Μεταμόρφωσις του Σωτήρος Ρωμανού, που είχε ιδρυθεί το 1113 από τον ηγούμενο Ιωάσαφ.
- Ο Ούγος ο ηγούμενος (γερμ.: "Hugh", πέθανε στις 12 Μαΐου 886) μέλος του Οίκου των Παλαιών Γουέλφων ήταν αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας 864, Μαρκήσιος της Βρετάνης (866 - 886) και ηγούμενος του Αββαείου του Σαιν-Ζερμαίν στο Οσέρ.
- Το 1859 ο ηγούμενος της Μονής Ευαγγελισμού της Ικαρίας να αναλάβει την ηγουμενία ως τέταρτος κατά σειρά ηγούμενος, μετά τον Αγάθωνα και τον ιδρυτή και κτήτωρα Νήφωνα.
- Ο Χρυσόστομος Λαυριώτης (1856-1908) ήταν ηγούμενος στο Άγιον Όρος.
- Ο όρος ηγούμενος προέρχεται από το ρήμα ἠγοῦμαι (νομίζω, ηγούμαι) και χρησιμοποιείται στην Ανατολική Ορθόδοξη και την Ανατολική Καθολική Εκκλησία.
- Υπήρχαν δύο υποψήφιοι, αναφερόμενοι στη βιβλιογραφία ως «βόρειος επόμενος» (north following) αστέρας και «νότιος ηγούμενος» (south preceding) αστέρας.
- ενώ άλλοι εξ ιδίων πόρων συντηρούν αυτά, όπως ο Ιωακείμ,ηγούμενος της μονής Γέροντος.
- Στον Άγιο Αμβρόσιο γεννήθηκε ο Ηγούμενος Επιφάνιος, ηγούμενος στην Ιερά Μονή Τροοδιτίσσης.
- Ήταν ηγούμενος την περίοδο 1319-1322 της μονής του Κλουνύ σπουδαίου πνευματικού και πολιτιστικού κέντρου της εποχής με πολιτική επιρροή.
- Το 1859 ήταν ηγούμενος της μονής ο Χατζή Νεόφυτος Πεδιώτης, από την Αχλάδα, δραστήριος κληρικός.
- Ο Θεοφάνης Ομολογητής (760 - 12 Μαρτίου 818) ήταν Βυζαντινός μοναχός (ηγούμενος) και χρονογράφος, υπέρμαχος της εικονολατρίας.
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!