1 translation
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Ο αυτοματισμός επανοηματοδοτήθηκε μέσα από τη μηχανολογία και την ηλεκτρολογία κατά τον 20ο αιώνα, ως ένα πεδίο της επιστήμης μηχανικού ασχολούμενο με τον "έλεγχο διεργασιών" και τη διατήρησή τους σε καθορισμένη κατάσταση.
- Ο Νίκολα Τέσλα σπούδασε ηλεκτρολογία το 1875 στο Γκρατς.
- και συγκεκριμένα να έχει να κάνει με ηλεκτρομηχανολογικά (μηχανολογία/ηλεκτρολογία/ηλεκτρονική/μηχανοτρονική).
- Χρησιμοποιείται ευρέως στην ηλεκτρολογία (ως ηλεκτρικός μονωτής) αλλά και στην οδοντιατρική.
- Στην ηλεκτρολογία, αγωγός χαρακτηρίζεται ένα σύρμα γυμνό ή μονωμένο το οποίο χρησιμοποιείται για την μεταφορά του ηλεκτρικού ρεύματος.
- Η Μπόουμαν σπούδασε ηλεκτρολογία στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και αποφοίτησε με τον υψηλότερο έπαινο το 2011.
- Αργότερα εκείνο το έτος, εγγράφηκε στη Σχολή Μηχανικών Van der Naillen και πήρε ένα μάθημα στην ηλεκτρολογία, επηρεασμένη εν μέρει από τη διάλεξη του Van der Naillen και την ενθάρρυνση του γαμπρού της γιατρού.
- Μετά φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Κάρλετον στην Οτάβα του Καναδά, όπου έλαβε μεταπτυχιακό (1981) και διδακτορικό (1985) πάνω στην ηλεκτρολογία μηχανολογία.
- Και όμως, κατά τα έτη εκείνα συνέγραψε πολλές μικρές εργασίες στη γεωφυσική, την ηλεκτρολογία, τα μαθηματικά και τη Σχετικότητα.
- Μετά τον πόλεμο εγκαθίσταται μόνιμα πια στην Πάτρα, και αρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με την ηλεκτρολογία.
- Τα κυριότερα είναι η αγροτική βιομηχανία, ο εξοπλισμός σπιτιού, τα αθλήματα αναψυχής, η ηλεκτρολογία, η ηλεκτρονική και οι υπολογιστές σε μικρότερη κλίμακα.
- Χρησιμοποιώντας την ηλεκτρολογία και θαλάσσιες νάρκες, οι Βρετανοί επιχείρησαν να παγιδεύσουν υποβρύχια των δυνάμεων του Άξονα.
- Εκτός από τα έργα του για την ηλεκτρολογία και τις τορπίλες, μαζί με τον αδελφό του Αντώνιο, ήταν συνεργάτης στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό.
- Το ρουθήνιο χρησιμοποιείται περισσότερο στην ηλεκτρονική και ηλεκτρολογία για κατασκευή, ανθεκτικών στη φθορά, ηλεκτρικών επαφών και ηλεκτρικών αντιστάσεων.
- Θεωρείται ότι εισήγαγε την νεώτερη ηλεκτρολογία στην Ελλάδα.
- Τα καλώδια στην ηλεκτρολογία είναι κατασκευές μονωμένων συρμάτων, που σκοπό έχουν την διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος.
© dict.cc English-Greek dictionary 2025
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!