Translation for '
θεία' from Greek to English
1 translation
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Μονοφυσιτισμός ή ευτυχιανισμός ονομάζεται ένα χριστιανικό δόγμα, κατά το οποίο η θεία φύση του Κυρίου Ιησού Χριστού θεωρείται κυρίαρχη επί της ανθρώπινης.
- Τέτοια θεία ευχαριστία είδε σε όραμα και η Περπέτουα, η οποία μαρτύρησε περί το 202 στη Β.
- Μετά από αρκετά χρόνια θεολογικών σπουδών στη Νάπολη, κατά τη διάρκεια των οποίων δημιούργησε αρκετές αισθηματικές σχέσεις, ο Φαμπρίτσιο επιστρέφει στην Πάρμα και αναπτύσσει ρομαντικά συναισθήματα απέναντι στη θεία του Τζίνα.
- Από τα σπέρματα αυτά προέκυψε ο Δημιουργός θεός της Παλαιάς Διαθήκης, πλάσμα ανάμεικτο από θεία και υλική φύση.
- Ήταν μητρική θεία του βασιλιά Χάραλντ Ε΄ της Νορβηγίας και των βασιλιάδων Βαλδουίνου και Αλβέρτου Β' του Βελγίου, και μεγάλη θεία του Βασιλιά Φίλιππου του Βελγίου και του Μέγα Δούκα Ερρίκου του Λουξεμβούργου.
- Θεία της είναι η , ηθοποιός της χρυσής εποχής του μεξικάνικου σινεμά και της χολυγουντιανής ηθοποιού Ντολόρες ντελ Ρίο, επίσης είναι θεία του ηθοποιού Χούλιο Μπράτσο και μικρανηψιά του χολυγουντιανού ηθοποιού Ραμόν Νοβάρρο.
- Έγινε ανιψιά του Αυγούστου, θεία του Κλαύδιου, μεγάλη θεία του Καλιγούλα και γιαγιά του Νέρωνα.
- Θεία ονομάζεται το άτομο που είναι η αδελφή ενός γονέα ή η σύζυγος του θείου ή της θείας του.
- Βαπτίστηκε στις 30 Νοεμβρίου του ίδιου έτους με αναδόχους τον θείο του Κάρολο του Μέκλενμπουργκ-Στρέλιτς, τη θεία του Αυγούστα της Μ.
- Μίνας, η οποία σκιαγραφεί τη νεκτρή θεία της ως ένα άτομο παθολογικά φιλόδοξο.
- Η θεία κοινωνία καθαγιάζεται τις Κυριακές και διανέμεται κατά τη διάρκεια της εβδομάδας κατά τη Λειτουργία Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.
- Ο "κύκλος" αποκλείει κάθε έννοια δημιουργίας όπως την πρεσβεύει η Αγία Γραφή και η άπειρη ευθεία στη ζωοποιητική θεία ενέργεια επιβάλλει το γεγονός αυτής της δημιουργίας να βρίσκεται έξω από τα τα κλειστά περιγράμματα μιας νομοτέλειας.
- Σύμφωνα με αυτό, η θεία φύση του Χριστού θεωρείται κυρίαρχη επί της ανθρώπινης, η οποία απορροφήθηκε από τη θεία φύση ως «"σταγόνα μέλητος στον ωκεανό"».
- Μια μέρα που ο πατέρας της λείπει σε ταξίδι, η Άννα αποφασίζει να πάει για μια μέρα στην Πράγα για να επισκεφτεί τη θεία της.
- Τεράστιο πλήγμα για τη μικρή Μαρία Θηρεσία ήταν ο αποκεφαλισμός του αγαπημένου της πατέρα (1793), ενώ στη συνέχεια φυλακίστηκε μαζί με τη μητέρα της και τη θεία της, αδελφή του πατέρα της, Ελισάβετ.
- Η Λουθηρανική θεολογία διαφέρει από την Καλβινιστική στη Χριστολογία, τη θεία χάρη, το σκοπό του Θείου νόμου, την αρχή της εγκαρτέρησης των αγίων και τον προορισμό.
© dict.cc English-Greek dictionary 2025
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!