Advertisement
 Translation for 'κατασκευή' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
κατασκ.
construction {noun}
κατασκευή {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'κατασκευή' from Greek to English

κατασκευή {η}
construction {noun}κατασκ.
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Κατώτερης ποιότητας λινάρια χρησιμοποιούνται στην κατασκευή σάκων και διάφορων μουσαμάδων.
  • Το 1840 ξεκίνησε η κατασκευή του καναλιού Βντα, πλάτους 6 μ.
  • Η κατασκευή ξεκίνησε στις 7 Σεπτεμβρίου 2015.
  • Δέστρα ονομάζεται μόνιμη μεταλλική κατασκευή που φέρουν οι αποβάθρες, προβλήτες κλπ.
  • Η κατασκευή του καθεδρικού ναού ξεκίνησε το 1995 και παρόλο που επρόκειτο να ολοκληρωθεί το 1999, η κατασκευή σταμάτησε από τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου.

  • Η κατασκευή είναι η διαδικασία κατασκευής μιας δομής ή υποδομής.
  • Υπήρξε ένα ατύχημα στην κατασκευή και ένας εργαζόμενος πεθαίνει.
  • Φράγμα είναι κατασκευή που εμποδίζει, ανακατευθύνει ή επιβραδύνει την φυσική ροή υδάτων.
  • Η ίδια σιλικόνη χρησιμοποιείται για κατασκευή αρθρώσεων σε ενυδρεία ή σε μικροεπισκευές.
  • Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έψαχνε τοποθεσία για την κατασκευή μεγαλοπρεπούς πόλεως στο όνομά του, ο Δεινοκράτης είχε προτείνει την κατασκευή της στο όρος Άθως στην Ελλάδα.

  • Οι επεκτάσεις υπό κατασκευή, καθώς και η κατασκευή νέων γραμμών αναμένεται να αυξήσουν τον αριθμό των στάσεων σε 134 έως το 2012 (πηγή RATP), αλλίως, κατά μέσο όρο 0,76 στάσεις ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.
  • Ο λευκόχρυσος χρησιμοποιείται κυρίως στους καταλύτες των αυτοκινήτων και στην κατασκευή κοσμημάτων.
  • Πύργος Ελέγχου ονομάζεται γενικά οποιαδήποτε πυργωτή κατασκευή από την οποία επιχειρείται οργανωμένη εποπτεία χώρου.
  • Η κατασκευή του Κλειστού Γυμναστήριου Θήβας αρχικά ήταν στο πρόγραμμα του 1978, αλλά η κατασκευή του καθυστερούσε λόγω των μέτρων λιτότητας.
  • Το εκκρεμές βρίσκει εφαρμογή στην κατασκευή ρολογιών, στην κατασκευή επιστημονικών οργάνων, όπως επιταχυντόμετρα και σεισμόμετρα.

  • Χρησιμοποιείται στην κατασκευή αγροτικών εργαλείων, πασσάλων, στην επιπλοποιία και στην κατασκευή βαρελιών.
  • Στο νησί λειτουργούσαν ορυχεία θείου, ενώ είναι γόνιμο πεδίο για τη κατασκευή υδροθερμικών εγκαταστάσεων, αφού έχει βρεθεί ατμός σε βάθος 1.100 μέτρων οι κάτοικοι του νησιού όμως εναντιώθηκαν στη κατασκευή μιας τέτοιας μονάδας.
  • κατασκευή έργου. Ένα ακόμη πλεονέκτημα είναι πως με αυτόν τον τρόπο μειώνεται το κόστος από τις αλλαγές και τις διορθώσεις κατά την κατασκευή του έργου.
  • Ήταν μία πολύ καλλιεργημένη γυναίκα: εισήγαγε την κατασκευή πορσελάνης στην Νάπολη και συμμετείχε στην κατασκευή των ανακτόρων της Καζέρτα.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2025
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!