Translation for '
κοινή' from Greek to English
2 translations
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Δύο γωνίες που έχουν κοινή αρχή, μία κοινή πλευρά και κανένα κοινό εσωτερικό σημείο, λέγονται διαδοχικές ή εφεξής γωνίες.
- Η διοσκορέα η κοινή ("Dioscorea communis") ή βρυωνία η κοινή ("Tamus communis"), γνωστή στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία αβρωνιά, είναι είδος αναρριχητικού φυτού.
- Επικεντρώνεται στην κοινή ταυτότητα των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων σχετικά με την «κυπριακότητά τους», επισημαίνοντας την κοινή κυπριακή κουλτούρα, κληρονομιά, παραδόσεις και τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά τους δικαιώματα.
- Στην απογραφή του Καναδά του 1971, τα ελληνικά ήταν η δεύτερη πιο κοινή γλώσσα και οι Έλληνες η πιο κοινή εθνικότητα στην περιοχή του Κιτσιλάνο.
- Ονομάσθηκε "Ιωσηφίνα" κοινή ονομασία στη Γαλλία και προς τιμήν του παππού της πρίγκιπα Ερρίκου, "Σοφία" κοινή ονομασία στα ευρωπαϊκά βασίλεια, "Ίβαλο" κοινή ονομασία στη δανική περιοχή της Γροιλανδίας και "Ματθίλδη" από ένα δημοφιλές τραγούδι στην Αυστραλία ("'"), πατρίδα της μητέρας της, πριγκίπισσας Μαίρης.
- Οι κάτοικοι του Θράκες, Μακεδόνες και Ρωμαίοι, με τα χρονια, είχαν αποκτήσει κοινή γλώσσα την Ελληνική και ο Χριστιανισμός είχε γίνει η κοινή τους πίστη.
- Η νόσος του Κρον είναι πιο κοινή σε Ευρωπαίους με δείκτες επίπτωσης από 5 έως 12 ανά 100.000.
- Από βιολογικής απόψεως όμως, η Αυστραλασία είναι μια διακριτή περιοχή με κοινή εξελικτική ιστορία και πολλά μοναδικά φυτά και ζώα, μερικά εκ των οποίων κοινά σε ολόκληρη την περιοχή, ενώ άλλα ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα μέρη αλλά με κοινή γενεαλογία.
- Η πιο κοινή γλώσσα που ομιλείται είναι τα αραβικά.
- Το Βράχμαν αναφέρεται επίσης ως "Ιερό Έδαφος", ένας όρος που εισήγαγε ο Άλντους Χάξλεϊ στο έργο του περί συγκριτικής θρησκειολογίας και μυστικισμού "Η αιώνια φιλοσοφία", και που εκφράζει την κοινή θρησκευτική/μυστικιστική εμπειρία διαφορετικών θρησκειών και παραδόσεων, όπου τα πάντα εμφανίζονται να έχουν μια κοινή αρχή.
- Η «φώκια η κοινή», παρά την ονομασία της, δεν είναι τόσο κοινή στις βρετανικές τουλάχιστον ακτές.
- Έστω ότι έχουμε και πάλι δύο αδρανειακά συστήματα αναφοράς με κοινή ώρα και κοινή αρχή και παράλληλους άξονες.
- Στη δεκαετία του 1970 η Μοσάντ μαζί με την ΜΙΤ (αντίστοιχη της Τουρκίας) και την περιβόητη Σαβάκ (της Περσίας) δημιούργησαν κοινή συνεργασία που είχε ονομασθεί Τριντέντ (= Τρίαινα) διά της οποίας μέλη της Μοσάντ εισχώρησαν επίσημα στις άλλες δύο χώρες για κοινή συνεργασία και πληρέστερη ανάπτυξη πληροφοριακών δικτύων.
- Η χρονολογία διαχωρισμού της κοινής παλαιάς ανατολικής σλαβικής γλώσσας από την αρχαία σλαβική γλώσσα που ήταν κοινή σε όλους τους Σλάβους είναι δύσκολο να εξακριβωθεί.
- Με τον όρο φυλή ("αγγλικά" tribe) στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία εννοείται μια θεωρητική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, βασισμένη σε μικρότερες ομάδες που διακρίνονται για την προσωρινή ή μόνιμη πολιτική τους ενσωμάτωση και καθορίζεται από παραδόσεις κοινής καταγωγής ή κοινό ιδρυτικό μύθο, κοινή γλώσσα πολιτισμό και κοινή κυρίαρχη ιδεολογία.
- Στις 16 Απριλίου 2016 επισκέφθηκε, μαζί με τον Πάπα Φραγκίσκο και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας στη Λέσβο προκειμένου να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη.
- Διακρίνεται ανάλογα με τον τύπο κληρονομικότητάς της στην κοινή ιχθύαση και στη φυλοσύνδετη κοινή ιχθύαση.
- Η κοινή εντροπία δύο διακριτών μεταβλητών [...] και [...] είναι απλά η εντροπία από το ζεύγος : [...].
© dict.cc English-Greek dictionary 2025
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!