Advertisement
 Translation for 'κολλώδης' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
sticky {adj}κολλώδης
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'κολλώδης' from Greek to English

κολλώδης
sticky {adj}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Από τα σπόρια τους εξάγεται μία κολλώδης ουσία (κόμμι) χρήσιμη στη χαρτοβιομηχανία καθώς και ως στερεωτικό σε διάφορα τρόφιμα.
  • Τα σπόρο-καλύμματα και η κολλώδης ουσία που περιβάλλουν τους σπόρους, μπορεί να είναι οικολογικές προσαρμογές για να αποφευχθεί η απώλεια νερού και η διατήρηση της βιωσιμότητας των σπόρων, κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου.
  • Η σάρκα («κολλώδης ουσία») του κάκτου έχει βρεθεί να καθαρίζει το νερό.
  • Η βρετανική έκδοση του προϊόντος είναι μια κολλώδης, σκουρόχρωμη καφέ πάστα τροφής με ένα διακριτικό ισχυρό άρωμα, η οποία είναι εξαιρετικά αλμυρή.
  • Η ομιλία είναι συχνά βραδεία και κολλώδης.

  • Η πρόπολη (bee-glue) είναι κολλώδης ουσία, που παράγουν οι μέλισσες, η οποία προκύπτει από την συλλογή ρητινωδών εκκρίσεων από τους φλοιούς φυτών, και την εμπλουτίζουν με κερί, γύρη, ένζυμα και άλλες ουσίες.
  • Λόγω του υψηλού ιξώδους, η κολλώδης λάβα δε μετακινείται μακριά από τη φλέβα, δημιουργώντας ένα θόλο, ο οποίος ψύχεται σταδιακά.
  • ... "gluten"/"glutinis" που σημαίνει «κόλλα») είναι μία πρωτεϊνικής φύσεως κολλώδης ύλη του ενδοσπερμίου πολλών δημητριακών καρπών, όπως του μαλακού σιταριού, του κριθαριού και της σίκαλης.
  • Μεταλλάξεις στο γονίδιο προκαλούν μειωμένη παραγωγή ή λειτουργικότητα της πρωτεΐνης με αποτέλεσμα στο επιθήλιο των προσβαλλομένων οργάνων να παράγεται παχύρρευστη κολλώδης βλέννα η οποία αποφράσσει τους πόρους των αδένων με συνέπεια την προοδευτική καταστροφή του ιστού των οργάνων (ίνωση) και την τελική ανεπάρκεια τους.
  • Η τεράστια και κολλώδης γλώσσα του τον βοηθά να πιάνει έντομα.

  • Το όνομά του ήταν gutta-percha και ήταν ο κολλώδης χυμός του δέντρου "palaquium gutta", που το έφερε στην Ευρώπη ο "Ουΐλιαμ Μοντγκόμερι" (William Montgomerie), ένας Σκωτσέζος χειρουργός πού υπηρετούσε στη Βρετανική Εταιρία Ανατολικών Ινδιών (British East India Company).
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!