Advertisement
 Translation for 'κουβέρτα' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
blanket {noun}κουβέρτα {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'κουβέρτα' from Greek to English

κουβέρτα {η}
blanket {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Για να γίνει μια κουβέρτα ή ένα όποιο αποτέλεσμα χρειαζόταν πολλές ώρες δουλειάς.
  • χ. κουβέρτα από ύφασμα φλις μπορεί να υπάρξει συγκέντρωση χνουδιού, σκόνης ή τριχών από κατοικίδια ζώα αν δεν πλυθεί.
  • Από μια άλλη οπτική γωνία το σχέδιο αποδεικνύεται ότι είναι μια κουβέρτα Ναβάχο μήκους ενός τετράγωνου από πλακάκια λινοτάπητα .
  • Κατάστρωμα (deck) ή κουβέρτα πλοίου (στη κοινή ναυτική γλώσσα) ονομάζεται στο πλοίο, κάθε συνεχής οριζόντια επιφάνεια που μπορεί να εκτείνεται σε όλο το μήκος του πλοίου ή να περιορίζεται σε μέρος αυτού.
  • Στη συνέχεια, η κουβέρτα τοποθετήθηκε ξανά στην πλατφόρμα, όπου μπορεί κανείς να καθίσει με τα πόδια από κάτω για να παραμείνει ζεστός.

  • Εμφανίστηκε στη σκηνή με μια κουβέρτα και αντικείμενα ρουχισμού κολλημένα στο velcro ρούχο του.
  • Αφού ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο εκείνο το βράδυ, ο Λουί περίμενε τον Τζέφ να πάει στο σπίτι του, τον χτύπησε στην αυλή με ένα κλομπ στο κεφάλι, τον έφερε πίσω στο υπνοδωμάτιο τους, τον έβαλε στο κρεβάτι του και τον κάλυψε με μια κουβέρτα, ώστε να μπορεί να φαίνεται μόνο ένα μέρος του κεφαλιού του Τζεφ.
  • Η κουβέρτα του αλόγου είναι κομμένη σε λωρίδες για να κρατάει τα έντομα μακριά.
  • Οι περισσότεροι στρατιωτικοί είναι υποχρεωμένοι να συμβιβάζονται με την κουβέρτα και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν πάπλωμα.
  • Έχει άσχημη μορφή τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, ή στη μορφή μαύρης νυχτερίδας.

  • Ο τάφος της αποτελείται από ένα ομοίωμα που αναπαριστά την νεαρή Αρχιδούκισσα να κοιμάται σε ένα κρεβάτι, σκεπασμένη με μια κουβέρτα, με τα χέρια προς τον ουρανό σε σημάδι προσευχής.
  • Λα Μπουνταίν μεταφορικά είναι η αιματοβαμένη κουβέρτα του στρατιώτη, που την κουβαλάει τυλιγμένη στο σακίδιό του.
  • Καθώς ο ασθενής επιχειρεί να βήξει η περιοχή υποστηρίζεται από τον ασθενή (ή τον βοηθό του) χρησιμοποιώντας μαξιλάρι, διπλωμένη κουβέρτα ή εκτεταμένο χέρι το οποίο τοποθετείται πάνω από την τομή.
  • Ο Μενέλαος όμως το παράφρασε σε «Φάρος» –που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει κουβέρτα (τὸ φᾶρος: ύφασμα, κερί)–, και έδωσε αυτό το όνομα στο νησί.
  • Όταν έφτασε εκεί, το σώμα ήταν ήδη τυλιγμένο σε μια κουβέρτα και είχε νεκρική ακαμψία.

  • Οι Έλληνες της μεσαίας τάξης ταξιδεύουν με το κρεβάτι τους, που συχνά αποτελείται από μία κουβέρτα».
  • Δεν υπήρχε γήπεδο αντ' αυτού, δίνονταν οδηγίες στον αγοραστή για το πώς να χαράξει (με την κιμωλία), τον αγωνιστικό χώρο σε μια κουβέρτα (συνιστόταν μια παλιά κουβέρτα του στρατού).
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2025
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!