2 translations
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Στην ταινία αυτή ο Αττίκ, κουρασμένος από τις κακουχίες της Κατοχής και υπερβολικά μελοδραματικός, σε λίγα θύμιζε τη γεμάτη δυναμισμό και ευφυΐα προσωπικότητα του δημιουργού της «Μάντρας».
- Πράξη 2 - Ο Αύγουστος, κουρασμένος από τη διακυβέρνηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ζητά τη συμβουλή των φίλων του Μάξιμου και Κίννα.
- Ο γαλλικός λαός, κουρασμένος από τις ακρότητες της Επανάστασης και την εμπόλεμη κατάσταση στο εξωτερικό και το εσωτερικό, ήταν αποφασισμένος να δεχθεί οποιοδήποτε καθεστώς θα επανέφερε την ειρήνη και θα εξασφάλιζε τις κατακτήσεις του 1789.
- Όταν έφτασαν οι Βρετανικές και οι Αμερικάνικες δυνάμεις στη Σικελία ο άμαχος πληθυσμός κουρασμένος με το Φασιστικό καθεστώς τους δέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό.
- Ο υπολοχαγός Ντρόγκο θα περάσει ολόκληρη τη ζωή του στο φρούριο και θα περιμένει μια απειλή που δεν θα εμφανιστεί ποτέ, εως ότου ηλικιωμένος, κουρασμένος και άρρωστος, θα πρέπει να εγκαταλείψει για πάντα το φρούριο.
- Ο Ρομπέρτο κουρασμένος από την μελετή και τις εξετάσεις θα δεχθεί και η βόλτα θα εξελιχθεί σε ένα ταξίδι δύο ημερών από την Ρώμη ως την Τοσκάνη, όπου θα επισκεφτούν και τις οικογένειες τους στην πορεία.
- Ο Φίλιππος φαινόταν να αποφεύγει την κατά μέτωπον επίθεση, γιατί ο στρατός του ήταν κουρασμένος από τη Σκυθική Εκστρατεία.
- Αυτό μπορούσε να κρατήσει και 3 ολόκληρες μέρες χωρίς διακοπή, μέχρι ο άρρωστος να πέσει στο πάτωμα κουρασμένος και εξουθενωμένος, αλλά θεραπευμένος.
- Το 2008, ο ΜακΚάρτι αποχώρησε δίνοντας τη θέση του και πάλι στον Γουέρνερ Φρίτζσλιγκς, ενώ ο Έλιοτ Ντιν Ράμπινσον πήρε τη θέση του Τιμ Μπόγκερτ, ο οποίος δήλωσε κουρασμένος από τις περιοδείες.
- Μετά από λίγη ώρα, ο Λούης, φανερά κουρασμένος, μπήκε πρώτος στο Στάδιο, αλλά δεν κινδύνευε από κανέναν αθλητή πια.
- Και οι δύο λαμβάνουν υποστήριξη από τους συζύγους τους, εκτός όταν ο σύζυγος της Πάουελ κουρασμένος από την υπερβολική αφοσίωσή της στο χόμπι της, την εγκαταλείπει για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
- Γέρος και κουρασμένος εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και κατέφυγε στο Βουκουρέστι, όπου και έγραψε την περίφημη "Απολογία" του, κόσμημα της νεότερης ελληνικής γραμματείας και ομολογία Πίστεως.
- η τηλεθέαση έπεφτε, η εκπομπή κόστιζε πάρα πολλά λεφτά, και Χιλ φαινόταν κουρασμένος".
- Είμαι κουρασμένος».
- Το 1195 ο Νεμάνια, κουρασμένος από τη διακυβέρνηση, επέκτεινε την εξουσία και τια εδάφη του μεγαλύτερου γιου του Βούκαν.
- Ως περιγραφικός όρος της γενιάς των Μπιτ εισήχθη από τον Τζακ Κέρουακ περίπου το 1948 όταν θέλησε να περιγράψει τον κοινωνικό και καλλιτεχνικό του περίγυρο στο μυθιστοριογράφο Τζον Κλέλον Χολμς και με αυτό τον τρόπο δήλωνε επιπλέον τις έννοιες κουρασμένος, χτυπημένος, νικημένος ή ακόμα μακάριος (beatific).
- Ήταν αρκετά γερασμένος και κουρασμένος...
- Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, απολαμβάνοντας μακροχρόνια ειρήνη και κουρασμένος από τη μεγάλη του ηλικία, σταδιακά άφηνε να διαχειρίζονται οι υπουργοί του τις κρατικές υποθέσεις.
© dict.cc English-Greek dictionary 2025
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!