αυτοκιν. used car {noun} | μεταχειρισμένο αυτοκίνητο {το} | ||
| Partial Matches | |||
| car {noun} | αυτοκίνητο {το} | ||
αυτοκιν. small car {noun} | μικρό αυτοκίνητο {το} | ||
αυτοκιν. sports car {noun} | σπορ αυτοκίνητο {το} | ||
αυτοκιν. antique car {noun} | αυτοκίνητο {το} αντίκα | ||
αθλητ.αυτοκιν. race car {noun} [Am.] | αγωνιστικό αυτοκίνητο {το} | ||
αθλητ.αυτοκιν. racing car {noun} | αγωνιστικό αυτοκίνητο {το} | ||
αυτοκιν. police car {noun} | αστυνομικό αυτοκίνητο {το} | ||
αυτοκιν. all-terrain vehicle {noun} | αυτοκίνητο {το} παντός εδάφους | ||
αυτοκιν. off-road vehicle {noun} | αυτοκίνητο {το} παντός εδάφους | ||