Advertisement
 Translation for 'μικτός' from Greek to English
mixed {adj} {past-p}μικτός
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'μικτός' from Greek to English

μικτός
mixed {adj} {past-p}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Στις μέρες μας χορεύεται κυρίως από γυναίκες, αλλά παλαιότερα ήταν μικτός χορός.
  • Αργότερα το 1218, ένας γερμανικός στρατός με επικεφαλής τον Όλιβερ του Πάντερμπορν και ένας μικτός στρατός Ολλανδών, Φλαμανδών και Φρισίων στρατιωτών με επικεφαλής τον Γουλιέλμο Α΄ κόμη της Ολλανδίας προσχώρησαν στη σταυροφορία.
  • Έως το 1915 την αποτελούσε μικτός πληθυσμός Ελλήνων, Τούρκων και Αρμενίων.
  • Εκτός από αυτές, υπάρχουν πολλές γηγενείς γλώσσες του Καναδά, οι οποίες είναι οι εθνικές γλώσσες μιας ή περισσοτέρων από τις ομάδες των Πρώτων Εθνών του Καναδά, Ιουίτ και Métis (μικτός λαός Πρώτων Εθνών και Ευρωπαίων).
  • Ο πληθυσμός του Ασοριστάν ήταν μικτός.

  • Ο χορός είναι μικτός, κλειστός κύκλος.
  • Ο χορός είναι μικτός κλειστός κύκλος.
  • Λευκώνας (Πόπλι) γραφείου Φλωρίνης, έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων.
  • Στη μίμηση ο αφηγητής παίρνει τη θέση των προσώπων που πρωταγωνιστούν στο μύθο είτε μιλώντας με τη δική τους φωνή είτε διηγούμενος ο ίδιος το έργο με ταυτόχρονη παρεμβολή τρίτων προσώπων (μικτός τρόπος).
  • Είναι μικτός κυκλικός χορός που χορεύεται σε ξεχωριστούς κύκλους από τους άνδρες και τις γυναίκες ή στον ίδιο κύκλο, μπαίνουν πρώτα όλοι οι άνδρες και ακολουθούν οι γυναίκες.

  • Πριν την τουρκική εισβολή του 1974, ο πληθυσμός της ήταν μικτός και σύμφωνα με την απογραφή του 1960 ανερχόταν στους 895 κατοίκους, με την τουρκοκυπριακή κοινότητα να έχει μικρή πλειοψηφία (469 έναντι 426 Ελληνοκυπρίων).
  • Ο Κουλουριώτικος είναι ένας μικτός χορός που χορεύεται στην Κούλουρη, τη γνωστή σήμερα Σαλαμίνα.
  • Είναι μικτός χορός και χορεύεται συνήθως από ζευγάρια.
  • Είναι ένας μικτός ρυθμός που συνδυάζει το Κορινθιακό κυονόκρανο με τους έλικες του Ιωνικού κιονόκρανου.
  • Γενικά κάθε μικτός εμπορευματικός σταθμός θα πρέπει να διαθέτει, όπως και στους λιμένες διαφορετικούς χώρους εναπόθεσης και διεκπεραίωσης φορτίων εισαγωγής, εξαγωγής ή ανταπόκρισης (τράνζιτ).

  • Μέχρι το 1974 η Ομορφίτα ήταν μικτός οικισμός στον οποίο κατοικούσαν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι.
  • Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις 14 Οκτωβρίου του 1094 στην πολίχνη Κουάρτε, κοντά στη Βαλένθια, όπου ο μικτός στρατός του καμπεαδόρ νίκησε κατά κράτος τους κατά πολύ υπέρτερους αριθμητικά βορειοαφρικανούς εισβολείς.
  • Είναι μικτός αδένας, ενδοκρινής και εξωκρινής, μήκους 12–15 εκατοστών που βρίσκεται στο οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα, στο ύψος των Ο1 και Ο2 σπονδύλων.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2025
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!