Advertisement
 Translation for 'πίστη' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
unverified faith {noun}πίστη {η}
belief {noun}πίστη {η}
2 translations
To translate another word just start typing!

Translation for 'πίστη' from Greek to English

πίστη {η}
unverified faith {noun}

belief {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Η πίστη και ο λόγος συνυπάρχουν, με τη διαφορά πως η πρώτη προηγείται χρονικά του δεύτερου.
  • Η μεταστροφή στην Πίστη Μπαχάι φέρει μαζί της μια ρητή πίστη στο κοινό θεμέλιο όλης της αποκαλυμμένης θρησκείας, μια δέσμευση για την ενότητα της ανθρωπότητας και την ενεργό υπηρεσία στην κοινότητα γενικότερα, ειδικά σε τομείς που θα προάγουν την ενότητα και την ομοφωνία.
  • Ο Φίρμος υποστήριξε τους Δονατιστές ενάντια στην πίστη της Νίκαιας.
  • Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην ιστορία ενός νεοδιόριστου εφημέριου σε ένα χωριό στη βόρεια Γαλλία, όπου η ειλικρινής και βαθιά πίστη του και ο ενθουσιασμός του έρχονται γρήγορα σε αντίθεση με την αδιαφορία των ενοριτών του.
  • Η Διονυσία συνελήφθη για την πίστη της από τον ανθύπατο Όπτιμο και στην συνέχεια παραδόθηκε σε στρατιώτες για την βιάσουν, αλλά οι βιαστές της είπαν ότι εμποδίστηκαν από θαύμα.

  • Κατά τη συζήτηση ο Αθανάσιος, που γνώριζε την τουρκική και την αραβική γλώσσα, ανέφερε στον εμίρη προφορικά τις λέξεις που συνόψιζαν την μουσουλμανική πίστη.
  • Τόσο η πίστη όσο και η μη πίστη στον Θεό, σύμφωνα με τον λογικό θετικισμό, είναι χωρίς νόημα.
  • Το επιχείρημά του για την πίστη στο Θεό βασιζόταν στην ιδέα ότι είναι προς το δικό μας συμφέρον να πιστεύουμε στον Θεό.
  • Επίσης άλλαξε το θρησκευτική της πίστη.
  • Ο Νικοδημισμός είναι ή ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος δείχνει εξωτερικά κάποια θρησκευτική συμπεριφορά διαφορετική από αυτήν που αντιστοιχεί στην εσωτερική του πίστη, αποκρύπτοντας έτσι την πραγματική του πίστη.

  • Στο αξιολογότερο έργο του "Στρωματείς" υποστήριξε πως η ορθή φιλοσοφία σε άρρηκτη ενότητα με τη Χριστιανική πίστη πρέπει να θεωρείται η Τρίτη Διαθήκη.
  • Η πίστη της Μπεϊχάν Σουλτάνας στον σύζυγό της ξεπέρασε την πίστη της στην οικογένειά της, κάτι που ήταν μια σπάνια περίπτωση.
  • Η "ομαδική" ή "κοινή πίστη" είναι οι κοινές πεποιθήσεις που μοιράζεται μια ομάδα πιστών ή ένα ευρύτερο σύνολο από πιστούς, που ακολουθούν για παράδειγμα μια θρησκεία.
  • Πρώτη η δωδεκάχρονη Πίστη, η οποία δε δέχτηκε να απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη, οπότε αποκεφαλίστηκε.
  • Κανών Α΄: Κυρώνει την πίστη των πατέρων της Νίκαιας και αναθεματίζει τις αναφυόμενες αιρέσεις.

  • Θεϊσμός είναι η πίστη σε έναν ή περισσότερους θεούς ή θεές.
  • Όσοι αποδέχονται το Βιβλίο της Ομόνοιας, ως δογματική τους βάση, το αναγνωρίζουν ως μια πιστή έκθεση της Βιβλικής πίστης.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!