Translation for '
πινέλο' from Greek to English
1 translation
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Στις 10 Απριλίου 1964, δύο νεαροί 19 και 20 ετών συνελήφθησαν σε ζαχαροπλαστείο, μία ημέρα έπειτα από συλλήψεις 15 νεαρών στην πλατεία Συντάγματος (επειδή κυκλοφορούσαν στη Σταδίου τη νύχτα με τα σακάκια τους φορεμένα ανάποδα και κρατώντας πινέλα), επειδή ζωγράφιζε ο ένας στο ξυρισμένο κεφάλι του άλλου καλλιτεχνικά σχήματα με πινέλο.
- Οι πίνακές τους διαθέτουν συχνά παχύ στρώσιμο με πινέλο ή σπάτουλα.
- Αφού έμαθε γλυπτική, ο νεαρός Άμπραχαμ πήρε το πινέλο του ζωγράφου και άρχισε να ζωγραφίζει φρούτα, ενώ βοηθούσε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ξυλογλύπτης.
- Ο Τίσοφ ζωγράφισε πολλά πορτρέτα, δουλεύοντας απευθείας με πινέλο, χωρίς σκίτσα και σχέδια, επιτυγχάνοντας εκπληκτική ομοιότητα.
- Λέγεται ότι εργαζόταν μέχρι την τελευταία του στιγμή και πέθανε με το πινέλο στο χέρι.
- Σε κάθε μία από τις ακολουθίες, των οποίων ο τίτλος κινείται με ένα πινέλο με παρουσία μουσικής, τραγουδάει ένας καλλιτέχνης της δεκαετίας 1940-50.
- Σε ένα μπολ γίνεται το ανακάτεμα του οξυζενέ και του χρώματος της βαφής και έπειτα το μείγμα τοποθετείται με πινέλο στο τριχωτό μέρος του κεφαλιού.
- Το ρουζ γενικά αποτελείται από μια κόκκινη χρωματισμένη σκόνη με βάση ταλκ που εφαρμόζεται με ένα πινέλο στα μάγουλα για να τα τονίσει.
- Υπάρχουν πίνακες ζωγραφικής με πινέλο, μονόχρωμοι, δίχρωμοι, και πολύχρωμοι.
- Δημιούργησε σκίτσα με πινέλο που είχαν τη μορφή του τελικού έργου.
- Το σχέδιο στο αρχικό γράμμα της Τζεντιλέσκι περιλαμβάνει ένα πινέλο και μία παλέτα και αντιπροσωπεύει τη ζωή της ως καλλιτέχνιδα.
- Αυτές οι νεκρές φύσεις είναι ζωγραφισμένες με αδρό πινέλο και έχουν λιγότερες λεπτομέρειες, εν συγκρίσει με αυτούς στο Ναυτικό Μουσείο.
- Για τον έναν από αυτούς ο Σέγκερς έλαβε ένα "maulstick" (υποστηρικτικό χεριού όταν ο καλλιτέχνης κρατά το πινέλο του ζωγραφίζοντας) από καθαρό χρυσό και ο Βιλλεμπόιρτς έλαβε εκατό γκίλντερς (χρυσά νομίσματα).
- Εκτός Αμερικής, ο πρόχειρος κανόνας είναι ότι η διαυγής βαφή ξύλου αν προορίζεται για ψεκασμό είναι λάκα, ενώ όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί με πινέλο είναι βερνίκι.
- Μπορεί να περιέχεται σε ένα μικρό κυλινδρικό μπουκάλι και να εφαρμόζεται με στρογγυλεμένο ή με ραβδοειδές πινέλο ή με ενσωματωμένο πινέλο χειλιών.
- Στο έργο ετούτο διακρίνουμε το πινέλο πολλών καλλιτεχνών.
- Το πινέλο είναι ένας θύσανος από τρίχες, προσαρμοσμένος στο άκρο μιας ξύλινης ή πλαστικής λαβής, που χρησιμοποιείται κυρίως για το άπλωμα χρώματος (αλλά και κόλλας, σαπουνάδας κτλ.) πάνω σε μια επιφάνεια.
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!