Advertisement
 Translation for 'προδιάθεση' from Greek to English
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
predisposition {noun}προδιάθεση {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'προδιάθεση' from Greek to English

προδιάθεση {η}
predisposition {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Οι επιστήμονες έχουν επιβεβαιώσει και άμεσες βλάβες στην ανθρώπινη υγεία: Αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου και επιβαρύνεται η αναπνευστική λειτουργία σε ανθρώπους με προδιάθεση άσθματος.
  • Η γενετική προδιάθεση για νεοπλάσματα του κεντρικού νευρικού συστήματος είναι σχετικά ασυνήθιστη, αν και ορισμένα γλοιώματα μπορεί να εμφανιστούν ως επιπλοκές πολλαπλών οικογενειών διαταραχών.
  • Αυτή η κληρονομική προδιάθεση ονομάζεται ατοπία.
  • Προκειμένου να σταθμίσει ο άνθρωπος τα μέσα που θα τον οδηγήσουν τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό καλό, απαιτείται να αποκτήσει τη σταθερή προδιάθεση να αγαπά το καλό του ανθρώπου.
  • Οξεία επεισόδια υπεργλυκαιμίας χωρίς προφανή αιτία μπορεί να υποδηλώνουν ανάπτυξη διαβήτη ή προδιάθεση για τη διαταραχή.

  • Τα συμπτώματα της υποπλασίας μπορεί να περιλαμβάνουν: βραχυσκελή νανισμό λόγω σκελετικής δυσπλασίας, μεταβλητό επίπεδο ανοσολογικής ανεπάρκειας, και προδιάθεση για καρκίνο.
  • Έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών με την θρομβοφιλία (κληρονομική προδιάθεση για θρόμβωση, έμφραγμα, εγκεφαλικό κλπ.) αφενός ερευνητικά και αφετέρου διαγνωστικά με στόχο την πρόληψη.
  • • Η συγγενής προδιάθεση (πολλές φορές κατά τη γέννηση).
  • Ο όρος προδιάθεση ομαλότητας (normalcy bias) ή προκατάληψη κανονικότητας (normality bias) αφορά στην ψυχική κατάσταση που εισέρχονται οι άνθρωποι όταν αντιμετωπίζουν μια καταστροφή.
  • Η NF1 είναι μια πολυσυστηματική διαταραχή με νευρολογικές, μυοσκελετικές, οφθαλμολογικές και δερματικές ανωμαλίες και προδιάθεση για νεοπλασία.

  • Είναι ένα αναπνευστικό παθογόνο των προβάτων και των αιγών που μπορεί να προκαλέσει άτυπη πρωτογενή πνευμονία, αλλά και προδιάθεση για δευτερογενή πνευμονία με άλλους παράγοντες, όπως η Mannheimia haemolytica.
  • Μερικοί άνθρωποι έχουν μια γενετική προδιάθεση για την ανάπτυξη της λευχαιμίας.
  • Το σημαντικότερο μειονέκτημα της EAE είναι ότι προκαλείται από γνωστό αντιγόνο, κυρίως σε ζώα με γενετική προδιάθεση.
  • Οφείλεται κυρίως στην επίδραση των ανδρογόνων στους θύλακες των μαλλιών και σε άτομα με γενετική προδιάθεση.
  • Εκτός από τη γενετική προδιάθεση, ένας δεύτερος λόγος για την εμφάνιση αλλεργίας είναι η συχνότητα κατανάλωσης της τροφής.

  • Η υπόθεση ότι τα άτομα με σύνδρομο Άσπεργκερ έχουν προδιάθεση για βίαιη ή εγκληματική συμπεριφορά έχει ερευνηθεί, αλλά δεν υποστηρίζεται από τα δεδομένα.
  • Έχουν επίσης, αυξημένη προδιάθεση για να εμφανίσουν σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρολιθίαση και σεξουαλική δυσλειτουργία.
  • Περιγράφεται κληρονομική οικογενειακή προδιάθεση για την πάθηση.
  • Η ατοπία αναφέρεται στην προδιάθεση ανάπτυξης υπερευαισθησίας τύπου 1.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!