Advertisement
 Translation for 'προσεκτικά' from Greek to English
carefully {adv}προσεκτικά
unverified to listenακούω (προσεκτικά)
2 translations
To translate another word just start typing!

Translation for 'προσεκτικά' from Greek to English

Advertisement
προσεκτικά
carefully {adv}

ακούω (προσεκτικά)
unverified to listen
Usage Examples Greek
  • Είναι προσεκτικά δομημένο για να προκαλεί συναισθήματα τρόμου και άγχους.
  • Όταν εφαρμοστεί προσεκτικά, η ανάλυση φυτολίθων είναι δυνατόν να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση του παλαιοπεριβάλλοντος.
  • Σήμερα ο ναός στεγάζει ένα προσεκτικά αποκατεστημένο ιστορικής αξίας εκκλησιαστικό όργανο, το τελευταίο που κατασκεύασε στη ζωή του ο ονομαστός τεχνίτης Γκότφρηντ Ζίλμπερμαν.
  • Το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την απώλεια της κορυφής του πύργου, επισκευάστηκε προσεκτικά και ανακατασκευάστηκε και ολοκληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό μέχρι το 1952.
  • Η ικανότητα να ακούμε προσεκτικά τους άλλους, δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι αντιλαμβανόμαστε το νόημα του ΄΄μηνύματος΄΄ που μας δίνεται, καθώς και τα συναισθήματα που το συνοδεύουν.

  • Έτσι παρακολουθείται προσεκτικά για τυχόν ανάπτυξή του.
  • Τα πλούτη του γαλλικού πολιτισμού φυλάσσονται προσεκτικά στα διάφορα μουσεία της χώρας.
  • Αφαιρούσαν το δέρμα τους προσεκτικά και το χρησιμοποιούσαν ως μανδύα οι ίδιοι ιερείς στις τελετές γονιμότητας που ακολουθούσαν τις θυσίες.
  • Στις αρχές του 1944, οι Σύμμαχοι συνέχισαν να βομβαρδίζουν τη Γερμανία, ενώ επιτίθονταν προσεκτικά σε στόχους στη Γαλλία οι οποίοι θα μπορούσαν να συγκρουστούν με την εισβολή, που είχε προγραμματιστεί για τον Ιούνιο.
  • Το 2003, οι Βανγκ ("Wang") και Άντριους ("Andrews") μελέτησαν προσεκτικά την παρασκευή μολυβδανίου με απόθεση λέιζερ και επιπρόσθετα ταυτοποίησαν την παραγώμενη ένωση με δέσμες υπερύθρου.

  • Όταν ψυχρά και αραιά διαλύματα νιτρωδών ιόντων (NO2-) οξυνίζονται προσεκτικά, σχηματίζεται ανοικτογάλανο διάλυμα νιτρώδους οξέος.
  • Είχε δέκα εκτός γάμου τέκνα, τα οποία ενίσχυε προσεκτικά.
  • Περιγράφουν προσεκτικά και αυστηρά τις ιδιότητες που μελετούν με τρόπο ποσοτικό, στο επίπεδο των μορίων και των συστατικών τους ατόμων.
  • Ο κύλινδρος περιέχει το σχοινίον, προσεκτικά τυλιγμένο ώστε να μπορεί να ξετυλίγεται μαζί με το ορμίδιο, στο οποίον είναι δεμένο.
  • Δύο αδιέξοδοι διάδρομοι στο πάτωμα προσεκτικά γεμισμένοι με πέτρες, καθυστερούσαν ακόμα περισσότερο τους τυμβωρύχους, γιατί η πραγματική είσοδος στον νεκρικό θάλαμο ήταν ακόμα πιο προσεκτικά κρυμμένη ανάμεσα στους αδιέξοδους διαδρόμους και απέναντι από το τοξοειδές άνοιγμα.

  • Η διάλεκτος που χρησιμοποιείτο στις επιγραφές, είναι επίσημη, επιμελημένη και προσεκτικά διατυπωμένη γλώσσα με κοινά στοιχεία από το προφορικό ιδίωμα όλων των πόλεων-κρατών μιας ευρύτερης περιοχής (Ιωνίας, Πελοποννήσου κ.ά.).
  • Ο πρώην διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Καΐρου, Ράινερ Στάντελμαν, εξετάζοντας προσεκτικά τα χαρακτηριστικά του προσώπου (στέμμα, μύτη και την γενειάδα η οποία έχει αποκολληθεί) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τον φαραώ Χέοπα.
  • Ωστόσο όμως είναι πιο πολύπλοκα στην κατασκευή τους και αν δεν σχεδιαστούν (και υλοποιηθούν) προσεκτικά μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα θορύβου και να παρέχουν χαμηλή απόδοση.
  • Συνεπώς κατά την προαγορά κρασιού πρέπει να επιλέγονται προσεκτικά τόσο τα κρασιά στα οποία θέλουμε να επενδύσουμε όσο και οι συνεργάτες ή οι έμποροι με τους οποίους θα πραγματοποιηθεί συνεργασία.
  • Ήταν το πρώτο σφαιρωτό σμήνος που μελετήθηκε προσεκτικά πρώτη φορά από τον Harlow Shapley το 1930.

    Advertisement
    © dict.cc English-Greek dictionary 2025
    Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
    Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!