Advertisement
 Translation for 'πυροσβεστική' from Greek to English
fire brigade {noun} [esp. Br.]πυροσβεστική υπηρεσία {η}
1 translation
To translate another word just start typing!

Usage Examples Greek
  • Το 1873, υπήρχε μια εθελοντική πυροσβεστική στο Κοβαλέβο και μέχρι το 1883, η πόλη είχε την πρώτη της τράπεζα.
  • Η τοπική εθελοντική πυροσβεστική σχηματίστηκε το 1908 και είναι η παλαιότερη στο δήμο.
  • Σε κοόρτεις επίσης διαιρούνταν η πυροσβεστική δύναμη της Ρώμης καθώς και η φρουρά των πραιτωριανών.
  • Στην πόλη δεν υπήρχε οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία, παρά μόνο λίγες ιδιόκτητες πυροσβεστικές ομάδες ασφαλιστικών εταιρειών, τις περισσότερες φορές ανεκπαίδευτες και με πολύ παλιό ή καθόλου εξοπλισμό.
  • Ο τετραχλωράνθρακας (CCl4) χρησιμοποιήθηκε στην πυροσβεστική και σε γυάλινες «πυροσβεστικές χειροβομβίδες» από τα τέλη του 19ου αιώνα έως γύρω στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

  • Εκτός από το στρατό, χρησιμοποιήθηκε επίσης και από την αστυνομία και την πυροσβεστική, ενώ ένας περιορισμένος αριθμός αυτοκινήτων διατέθηκε και στο κοινό, για ιδιωτική χρήση.
  • Η πυροσβεστική κατέληξε ότι πιθανότερη αιτία για το ξέσπασμα της πυρκαγιάς ήταν κάποιο αναμμένο σπίρτο ή τσιγάρο που πετάχτηκε σε ένα κάδο απορριμάτων στη βορειοανατολική γωνία του ογδόου ορόφου, ο οποίος ήταν γεμάτος με κομμάτια πανιά και δεν τον είχαν αδειάσει τους τελευταίους δύο μήνες.
  • Η επιτυχία του στην Ολυμπιάδα του Σίδνεϊ του εξασφάλισε την πρόσληψή του στην πυροσβεστική με το βαθμό του αρχιπυροσβέστη.
  • Η εθνική κυβέρνηση καθορίζει υπηρεσίες όπως την αστυνομία, τα νοσοκομεία, την πυροσβεστική κ.ο.κ.
  • Το 1754, το Χάλιφαξ της Νέας Σκωτίας ίδρυσε πυροσβεστική υπηρεσία, η οποία σήμερα είναι η παλαιότερη Πυροσβεστική Υπηρεσία του Καναδά.

  • Στην Κοπεγχάγη ο Ρέμερ θέσπισε κανόνες για το χτίσιμο νέων σπιτιών, έβαλε τάξη στην ύδρευση και αποχέτευση της πόλεως, εξασφάλισε νέο και καλύτερο εξοπλισμό στην πυροσβεστική υπηρεσία της, και υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από τον σχεδιασμό και την κατασκευή νέου οδοστρώματος στους δρόμους.
  • , εξερράγη με αποτέλεσμα να τυλιχτούν στις φλόγες το αυτοκίνητό του και η μηχανή του ενώ η οικογένειά του απεγκλωβίστηκε από την πυροσβεστική.
  • Η Πυροσβεστική Υπηρεσία της Κοπεγχάγης είναι η μεγαλύτερη δημοτική πυροσβεστική υπηρεσία στη Δανία με 500 άτομα προσωπικό, πυροσβέστες και πληρώματα ασθενοφόρων, 150 διοικητικούς υπαλλήλους και 35 άτομα στην πρόληψη.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!