Translation for '
τηγανητές' from Greek to English
1 translation
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Το πούτιν που φτιάχνεται με παχύρρευστο μοσχαρίσιο σάλτσα πάνω σε τηγανητές πατάτες με φρέσκο τυρόπηγμα είναι ένα στυλ που συναντάμε συνήθως έξω από το Κεμπέκ.
- Συνήθως σερβίρεται με πατάτες τηγανητές.
- Το φις εντ τσιπς (αγγλικά: fish and chips, κυριολεκτικά σημαίνει «ψάρι με τηγανητές πατάτες») είναι πιάτο αγγλικής προέλευσης, το οποίο αποτελείται από τηγανητά ψάρια σε κουρκούτι, όπου σερβίρεται με τηγανητές πατάτες και σως.
- Συχνά σερβίρεται με πατάτες τηγανητές ή πατάτες πουρέ.
- Το πιάτο που αποτελείται από ντάμπλινγκ, τηγανητές ρουλάδες βόειου κρέατος με πλούσια σάλτσα και βρασμένο κόκκινο λάχανο είναι (ή συνηθιζόταν να είναι) ένα αμετάβλητο στοιχείο στο γεύμα της Κυριακής σε πολλές παραδοσιακές σιλεσιανές οικογένειες.
- Τα συνοδευτικά πιάτα είναι συνήθως βραστές, τηγανητές ή πουρέ πατάτας, φακό φαγόπυρου, ρύζι ή ζυμαρικά.
- Αυτές οι πίτες ήταν συνήθως τηγανητές ή μαγειρεμένες κάτω από τα κάρβουνα.
- Συνταγές που περιλαμβάνουν κουρκούτι μπίρας είναι τηγανητά ψάρια, τηγανητές πατάτες, και κρεμμυδοροδέλες.
- είναι παραδοσιακό εβραϊκό σάντουιτς Μιζράχι δημοφιλές κυρίως στο Ισραήλ, το οποίο αποτελείται από πίτα γεμιστή με τηγανητές μελιτζάνες και βραστά αυγά.
- Συχνά συνοδεύεται από ντομάτα, κρεμμύδι και τηγανητές πατάτες, και κάποια σως (ή αλοιφή στην Θεσσαλονίκη) όπως τζατζίκι ή γιαούρτι, ροζ ή κίτρινη σως, κέτσαπ και μουστάρδα.
- Οι αρχαίοι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τις τηγανητές παρασκευές τους "alia dulcia", το οποίο στα λατινικά σημαίνει "αλά γλυκά".
- Μια ιστορία για την προέλευση υποστηρίζει ότι οι τηγανητές πατάτες εφευρέθηκαν από πλανόδιους πωλητές στη γέφυρα Πον Νεφ στο Παρίσι το 1789, λίγο πριν το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης.
- Ο πουρές μελιτζάνας γίνεται με τηγανητές ή ψητές μελιτζάνες και βούτυρο.
- Για τη γέμισή τους χρησιμοποιούνται ψητές ή τηγανητές γαρίδες, συνήθως με τα ίδια συνοδευτικά όπως τα τάκος με ψάρια: μαρούλι ή λάχανο, πίκο ντε γκάλο, αβοκάντο και μια ξινή κρέμα, σάλτσα κίτρου ή μαγιονέζα όλα τοποθετημένα σε μια τορτίγια φτιαγμένη από αλεύρι ή και καλαμπόκι.
- Επίσης ψητές ή και τηγανητές όπως στο γνωστο πιάτο, Γαρίδες σαγανάκι.
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!