Translation for '
τυρί' from Greek to English
1 translation
To translate another word just start typing!
Usage Examples Greek
- Το τυρί τυπικά παλαιώνεται μεταξύ 12 και 52 εβδομάδων σε ορθογώνια κομμάτια των 6 ή 9 κιλών, επικαλυμμένο με βακτηριακή καλλιέργεια.
- Σε εστιατόρια φαστ φουντ, το τυρί που χρησιμοποιείται είναι συνήθως επεξεργασμένο.
- Για να φτιάξει κανείς τη γέμιση για τα καλιτσούνια με τυρί• το τυρί ορού γάλακτος τρίβεται και αναμιγνύεται με αυγά (έτσι η γέμιση θα συγκρατηθεί μαζί) και ψιλοκομμένα βότανα.
- Το κάζου μάρτζου ("Casu marzu", κυριολεκτικά σάπιο τυρί) είναι παραδοσιακό πρόβειο τυρί της Σαρδηνίας, το οποίο περιέχει ζωντανές προνύμφες μυγών.
- Στις αρχές του 20ού αιώνα οι αγρότες στη βορειοανατολική Βρετανική Κολομβία έκαναν κάτι που το ονόμασαν "τυρί homesteader", το οποίο λέγεται ότι ήταν παρόμοιο με το σύγχρονο βιομηχανικό τυρί κότατζ ("ολλανδικό τυρί" υπήρχε κι εκεί εκείνη την εποχή, αλλά ήταν κάτι άλλο).
- Το τυρί Γιάνι (...) είναι λετονικό τυρί από ξινόγαλο.
- Ανάμεσα στα πιο διάσημα προϊόντα διατροφής που παράγονται στην επαρχία Καρς είναι το μέλι Καρς, το κασέρι του Καρς, το τυρί γραβιέρας του Καρς, το οποίο έχει γεύση σαν Ελβετικό τυρί έμενταλ και η ψητή χήνα στυλ Καρς.
- Το τσίλι κον κέσο (Ισπανικά: "Chile con queso" - τσίλι με τυρί) είναι ορεκτικό ή συνοδευτικό πιάτο λιωμένου τυριού ή συνηθέστερα παστεριωμένο προϊόν επεξεργασμένου τυριού όπως το τυρί Velveeta, και πιπεριάς τσίλι που τυπικά σερβίρεται σε εστιατόρια Τεξανο-Μεξικανικής κουζίνας (Τεξ-Μεξ) ως ντιπ για τα τσιπς τορτίγιας.
- ... ζύμη σφολιάτας) ή φύλλο και γέμιση με τυρί.
- Στη Φολέγανδρο, υπάρχει και τοπική τυροκομία με διάφορα τυριά όπως το σουρωτό (φρέσκο αιγοπρόβιο τυρί), το ξυνότυρο, το ανθότυρο και το «σκέτο» τυρί, ένα σκληρό τυρί που συνοδεύει ιδανικά τα ματσάτα.
- Το «τυρί της Μίνας» είναι γνωστό σε όλη τη χώρα ως το «ξεχωριστό» βραζιλιάνικο τυρί.
- Η Χάουντα είναι παγκοσμίως γνωστή για το ομώνυμο τυρί, το οποίο παράγεται εδώ (σημ.: στα ελληνικά αποδίδεται λανθασμένα ως «Τυρί Γκούντα»).
- Η λέξη πεϊνιρλί ετυμολογικά προέρχεται από την τουρκική λέξη "peynirli" (όπου "peyinir" = τυρί) που σημαίνει «με τυρί».
- Τυρί, με πολύ απλή διαδικασία τυροκόμησης, όπου το γάλα μετατρέπεται σε τυρί με φυσική όξυνση, δηλαδή κόβει.
- Τοπικά προϊόντα που αξίζει να δοκιμαστούν είναι γαλοπούλα, πάπια ή χήνα με "μλίντσι" (είδος ζυμαρικού), "στρούκλι "(στρούντελ με τυρί κότατζ), "σιρ ι βχρνίε" (τυρί κότατζ με κρέμα), κρεμσνίτε (κρέμα σε σφολιάτα) και "ορεχνιάτσα" (παραδοσιακό ρολό με καρύδι).
- Ως πρόδρομος του κασεριού θεωρείται το ιταλικό τυρί Κατσιοκαβάλο (Caciocavallo, μτφρ έφιππο τυρί), το οποίο διαδόθηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!