Advertisement
 Translation for 'αυστηρός' from Greek to English
rigorous {adj}αυστηρός
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'αυστηρός' from Greek to English

αυστηρός
rigorous {adj}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Ένας κάπως πιο αυστηρός ορισμός της κλειστής καμπύλης θα περιλάμβανε τα άκρα.
  • Αντικαταστάτης (Attack Sub): Ένας αυστηρός αντικαταστάτης αναλαμβάνει όσο ο κ.
  • Εξελέγη Πατριάρχης με την υποστήριξη του εικονομάχου Αυτοκράτορα Λέοντα του Δ΄, και θεωρούταν αυστηρός εικονομάχος.
  • Ο ιστορικός Ρίτσαρντ Χολμς αναφέρει ότι ήταν «εύστροφος, αυστηρός και αδίστακτος ...
  • Αν και δεν υπάρχει αυστηρός ορισμός, ονομάζουμε μικροϋπολογιστή έναν υπολογιστή που διαθέτει μικροεπεξεργαστή ως κεντρική μονάδα επεξεργασίας.

  • Κατά τον βιογράφο ο τραγικός ποιητής φαίνονταν σκυθρωπός, αυστηρός και αγέλαστος, εικόνα θεόπνευστου ποιητή.
  • Ο αυστηρός ορισμός των τυχαίων μεταβλητών γίνεται με όρους της θεωρίας μέτρου και επιτρέπει την ύπαρξη τυχαίων μεταβλητών που δεν έχουν στοιχεία ούτε συνεχούς ούτε διακριτής μεταβλητής.
  • Ο αυστηρός πατέρας του περίμενε από τον γιο του να γίνει ιερέας.
  • Ο αυστηρός στις κριτικές του Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τον θεωρούσε πάντως λογοκλόπο και αντιγραφέα του Κάδμου του Μιλησίου.
  • Αργότερα ο ορισμός του γένους έγινε πιο αυστηρός, και το κολεόπτερο πήρε πάλι το παλαιότερο όνομα του Schrank και το "Stenolophus teutonus" καθορίστηκε ως τύπος του γένους.

  • Ζωγραφίζοντας λοιπόν, συμμετέχω απόλυτα, διασκεδάζω, συμπάσχω και ταυτόχρονα αποστασιοποιούμαι με τρόπο που να γίνομαι ο πρώτος θεατής του έργου μου και όπως θέλω να πιστεύω, ο πιο αυστηρός.
  • Ο αυστηρός ρυθμός, ή πρώιμος κλασικός ρυθμός, υπήρξε κυρίαρχο ιδίωμα της αρχαιοελληνικής γλυπτικής κατά την περίοδο 479 έως 450 Π.Κ.Ε.
  • Ο Καραγιάννης εργαζόταν εντατικά, ήταν αυστηρός και οξύθυμος στη δουλειά του, ενώ στην προσωπική του ζωή ήταν άνθρωπος με χιούμορ.
  • Εκείνη τη περίοδο, κυριαρχεί στα έργα του αυστηρός δωδεκαφθογγισμός.
  • Ο Βιταλιανός θεωρείται αυστηρός θεσπιστής των κανόνων της εκκλησίας και υπέρμαχος της πειθαρχίας.

  • Ο Παντοκράτορας Ιησούς αγιογραφείται αυστηρός μεν αλλά πλήρης αγάπης με το δεξί χέρι να ευλογεί και με το αριστερό να φέρει επιστήθια το ευαγγέλιο.
  • Θεωρούνταν συνετός και αυστηρός στα ήθη [...].
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!