Advertisement
 Translation for 'πουκάμισο' from Greek to English
shirt {noun}πουκάμισο {το}
1 translation
To translate another word just start typing!

Translation for 'πουκάμισο' from Greek to English

πουκάμισο {το}
shirt {noun}
Advertisement
Usage Examples Greek
  • Στο τέλος του, ο Πολ έχει μια αλογοουρά, ένα κόκκινο σμόκιν σακάκι, ένα μαύρο πουκάμισο, πορτοκαλί γυαλιά ηλίου, ένα κόκκινο παντελόνι και μαύρα παπούτσια.
  • Το πουκάμισο δεν φαινόταν καθόλου και εμπρός που ήταν ανοικτό το φουστάνι έβαζαν το στηθούρι (ένα κομμάτι σαφί άσπρο ή αχυρί).
  • γνωστό στη Δύση ως πουκάμισο Ζιβάγκο, ρώσικο πουκάμισο του χωρικού ή πουκάμισο Τολστόι, είναι ρωσικό πουκάμισο ασύμμετρου γιακά.
  • Οι ιππείς φορούν πουκάμισο και γραβάτα ενώ οι αμαζόνες φορούν πουκάμισο με κολαρίνα.
  • Το σύγχρονο ανδρικό πουκάμισο έχει μεγάλη ιστορία, παρότι απέκτησε την σύγχρονη του μορφή μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα.

  • Το πουκάμισο φτιαχνόταν από άσπρο χοντρό βαμβακερό ύφασμα και ήταν κεντημένο με σταυροβελονιά ( μετρητή βελονιά).
  • Η ανδρική φορεσιά αποτελούνταν από παντελόνι που έμοιαζε με βράκα, πουκάμισο, γιλέκο, ενώ στο κεφάλι φορούσαν τραγιάσκα.
  • Οι φορεσιές τους αποτελούνταν απ' το πουκάμισο, τη στάνα, του τιρλίκ’ (χειμωνιάτικο πανωφόρι), του μαλλίσιου ζουνάρ’ κι την πουδιά.
  • «toga» = τήβεννος) ήταν διακριτικό ένδυμα της Αρχαίας Ρώμης, υφασμάτινο ίσως 20 πόδια (6 μέτρα) σε μήκος, το οποίο ήταν τυλιγμένο γύρω από το σώμα και γενικά το φορούσαν πάνω από πουκάμισο.
  • αλλά μερικές φορές εμφανίζονται σε ένα κόκκινο πουκάμισο V-λαιμό και μπλε χρώματος παντελόνι.

  • Η κιλότα φοριέται με μαύρο πουκάμισο, γιλέκο, πλατιά υφαντή ζώνη, μαύρο μαντίλι στο κεφάλι και στιβάνια.
  • Η Πότνια θηρών φορά πτυχωτή Μινωική φούστα και πουκάμισο το οποίο αφήνει ακάλυπτο το στήθος.
Advertisement
© dict.cc English-Greek dictionary 2024
Contains translations by TU Chemnitz and Mr Honey's Business Dictionary (German-English only).
Links to this dictionary or to individual translations are very welcome!