Page 1 of 2 for the letter Ο in the Greek-English dictionary
ο
the
ο εαυτός του
himself
ογδόντα
eighty
οδήγηση {η}
steering
οδηγός {ο}
driver
οδηγώ
to drive
οδοντίατρος {ο}
dentist
οδοντόβουρτσα {η}
toothbrush
οδοντόκρεμα {η}
toothpaste
οδοντόπαστα {η}
toothpaste
οδός {η}
street <St., str.>
Οίαγρος {ο}
Oeagrusμυθολ.
οικειότητα {η}
intimacy
οικογένεια {η}
family
οικογενειακή κατάσταση {η}
marital status
οικοδομή {η}
building
οικολογία {η}
ecologyεπιστήμηοικολ.
οικονομία {η}
economyοικον.
οικονομία {η} [κέρδος]
saving
οικονομία {η} [φειδώ στα έξοδα]
thrift
οινολογία {η}
enology [Am.]επιστήμηοινο.
oenology [esp. Br.]επιστήμηοινο.
Οινοπίων {ο}
Oenopionμυθολ.
οκτώ
eight
Οκτώβριος {ο}
October <Oct.>
όλα / τα πάντα
everything
όλη την ημέρα
all day
ολίγο
little
ολιγώτερα [παρωχ.]
less
Ολλανδία {η}
Hollandγεωγρ.
όλμιο {το} <Ho>
holmium <Ho>χημ.
όλοι
all
everybody
ολόκληρος
entire
whole
ολόκληρος ο
entire
ολοκληρώνω
to finish
ομαλός
normal
ομίχλη {η}
fog
όμοιος
similar
ομοίως
even
ομόλογος {ο}
counterpart
ομολογώ
to own sth.
όμορφος
beautiful
ομού
together <tog.>
όμποε {το}
oboeμουσ.
ομπρέλα {η}
umbrella
ομφαλός {ο}
navel [Umbilicus]
όμως
however
ονειρεύομαι
to dream
όνειρο {το}
dream
όνομα {το}
first name
name
ονομάζομαι
to be called
ονομάζω
to call [name]
όντως
truly
οξυγόνο {το} <O>
oxygen <O>χημ.
οπλισμένος
armed
όπλο
gun
weapon
όποια
who
όποιο
who
όποιος
who
οπότε
then
όποτε θέλεις
any time you want
οποτεδήποτε
anytime
οπουδήποτε
anywhere
όπως πάντα
as always
οπωσδήποτε
anyway
οργή {η}
anger
οργισμένος
angry
furious
ορεκτικό {το}
appetizer
starter [Br.]
ορεκτικό ποτό, απεριτίφ {το}
aperitif
ορθογώνιος
rectangular
ορθός {ο} [επίσ.]
correct
ορισμένες φορές
at times
ορισμένος
certain
Ορίστε;
I beg your pardon?
Ορίστε!
Here you are!
ορκίζομαι
to swear [oath]
ορνιθολογία {η}
ornithologyεπιστήμηζωολ.ορν.
όροι {οι}
conditions
όροφος {ο}
floor
ορυκτερόπους {ο}
aardvark [Orycteropus afer]ζωολ.T
Ορφέας {ο}
Orpheusμυθολ.
Όσιρις {ο}
Osirisθρησκ.μυθολ.
οσμή {η}
odour [Br.]
όσμιο {το} <Os>
osmium <Os>χημ.
οστό {το} [επίσ.]
bone
όστρακο {το}
shell
όταν
when
ότι
that
ουγγαρέζικος
Hungarian
Ουγγαρία {η}
Hungary <.hu>
ουγγρικός
Hungarian
ουδέποτε
never
ουίσκι {το}
whiskyγαστρ.
ουρανίσκος {ο}
palateανατ.
οthe
ο εαυτός τουhimself
ογδόνταeighty
οδήγηση {η}steering
οδηγός {ο}driver
οδηγώto drive
οδοντίατρος {ο}dentist
οδοντόβουρτσα {η}toothbrush
οδοντόκρεμα {η}toothpaste
οδοντόπαστα {η}toothpaste
οδός {η}street <St., str.>
μυθολ.
Οίαγρος {ο}
Oeagrus
οικειότητα {η}intimacy
οικογένεια {η}family
οικογενειακή κατάσταση {η}marital status
οικοδομή {η}building
επιστήμηοικολ.
οικολογία {η}
ecology
οικον.
οικονομία {η}
economy
οικονομία {η} [κέρδος]saving
οικονομία {η} [φειδώ στα έξοδα]thrift
επιστήμηοινο.
οινολογία {η}
enology [Am.]
επιστήμηοινο.
οινολογία {η}
oenology [esp. Br.]
μυθολ.
Οινοπίων {ο}
Oenopion
οκτώeight
Οκτώβριος {ο}October <Oct.>
όλα / τα πάνταeverything
όλη την ημέραall day
ολίγοlittle
ολιγώτερα [παρωχ.]less
γεωγρ.
Ολλανδία {η}
Holland
χημ.
όλμιο {το} <Ho>
holmium <Ho>
όλοιall
όλοιeverybody
ολόκληροςentire
ολόκληροςwhole
ολόκληρος οentire
ολοκληρώνωto finish
ομαλόςnormal
ομίχλη {η}fog
όμοιοςsimilar
ομοίωςeven
ομόλογος {ο}counterpart
ομολογώto own sth.
όμορφοςbeautiful
ομούtogether <tog.>
μουσ.
όμποε {το}
oboe
ομπρέλα {η}umbrella
ομφαλός {ο}navel [Umbilicus]
όμωςhowever
ονειρεύομαιto dream
όνειρο {το}dream
όνομα {το}first name
όνομα {το}name
ονομάζομαιto be called
ονομάζωto call [name]
όντωςtruly
χημ.
οξυγόνο {το} <O>
oxygen <O>
οπλισμένοςarmed
όπλοgun
όπλοweapon
όποιαwho
όποιοwho
όποιοςwho
οπότεthen
όποτε θέλειςany time you want
οποτεδήποτεanytime
οπουδήποτεanywhere
όπως πάνταas always
οπωσδήποτεanyway
οργή {η}anger
οργισμένοςangry
οργισμένοςfurious
ορεκτικό {το}appetizer
ορεκτικό {το}starter [Br.]
ορεκτικό ποτό, απεριτίφ {το}aperitif
ορθογώνιοςrectangular
ορθός {ο} [επίσ.]correct
ορισμένες φορέςat times
ορισμένοςcertain
Ορίστε;I beg your pardon?
Ορίστε!Here you are!
ορκίζομαιto swear [oath]
επιστήμηζωολ.ορν.
ορνιθολογία {η}
ornithology
όροι {οι}conditions
όροφος {ο}floor
ζωολ.T
ορυκτερόπους {ο}
aardvark [Orycteropus afer]
μυθολ.
Ορφέας {ο}
Orpheus
θρησκ.μυθολ.
Όσιρις {ο}
Osiris
οσμή {η}odour [Br.]
χημ.
όσμιο {το} <Os>
osmium <Os>
οστό {το} [επίσ.]bone
όστρακο {το}shell
ότανwhen
ότιthat
ουγγαρέζικοςHungarian
Ουγγαρία {η}Hungary <.hu>
ουγγρικόςHungarian
ουδέποτεnever
γαστρ.
ουίσκι {το}
whisky
ανατ.
ουρανίσκος {ο}
palate
Page 1 of 2 for the letter Ο in the Greek-English dictionary
To translate another word just start typing!
Legal Information © dict.cc 2024