Werbung
 Übersetzung für 'βακτηριακή' von Griechisch nach Deutsch
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
βακτηριακή γενετική {η}Bakteriengenetik {f}
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'βακτηριακή' von Griechisch nach Deutsch

βακτηριακή γενετική {η}
Bakteriengenetik {f}
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Το τυρί τυπικά παλαιώνεται μεταξύ 12 και 52 εβδομάδων σε ορθογώνια κομμάτια των 6 ή 9 κιλών, επικαλυμμένο με βακτηριακή καλλιέργεια.
  • Το μολυσματικό κηρίο είναι βακτηριακή λοίμωξη που αφορά την επιφάνεια του δέρματος.
  • Η νεκρωτική περιτονιίτιδα είναι βακτηριακή λοίμωξη που οδηγεί στον θάνατο τμημάτων του μαλακού ιστού του σώματος.
  • Επιπλέον, οι μολυσματικές διαταραχές, όπως η σύφιλη, μπορούν να προκαλέσουν αρτηριακή βλάβη, εγκεφαλικά επεισόδια και βακτηριακή φλεγμονή του εγκεφάλου.
  • Για παράδειγμα, η βακτηριακή παθογένεση είναι ο μηχανισμός με τον οποίο τα βακτήρια προκαλούν μολυσματικές ασθένειες.

  • Οι επιπλοκές μπορεί να περιλαμβάνουν αυθόρμητη βακτηριακή περιτονίτιδα.
  • Οι κορονοϊοί μπορούν να προκαλέσουν πνευμονία (είτε άμεση ιογενή πνευμονία είτε δευτερογενή βακτηριακή πνευμονία) και βρογχίτιδα (είτε άμεση ιογενή βρογχίτιδα είτε δευτερογενή βακτηριακή βρογχίτιδα).
  • Ο Alois Negrelli von Moldelbe απεβίωσε στις πρωινές ώρες της 1ης Οκτωβρίου 1858 σε ηλικία 59 ετών, πιθανώς από τροφική δηλητηρίαση, που προκάλεσε βακτηριακή λοίμωξη.
  • Η βακτηριακή κόλπωση είναι η πιο κοινή κολπική λοίμωξη που πλήττει τις γυναίκες που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία.
  • Μια λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος (ουρολοίμωξη) αποτελεί βακτηριακή λοίμωξη, η οποία επηρεάζει μέρος του ουροποιητικού συστήματος., ενώ αυτά της πυελονεφρίτιδας πέραν από τα συμπτώματα μιας λοίμωξης του κατώτερου ουροποιητικού περιλαμβάνουν πυρετό και πόνο στα πλευρά.

  • Πάντα όμως η βακτηριακή κολπίτιδα οφείλεται σε πολλούς ταυτόχρονα οργανισμούς.
  • Αυτό προκαλεί την μοναδική γνωστή ως τώρα βακτηριακή μηνιγγίτιδα που συναντιέται επιδημικά.
  • Όταν τα συμπτώματα διαρκούν περισσότερο από 10 ημέρες, θεωρείται βακτηριακή κολπίτιδα (συνήθως 30% έως 50% είναι βακτηριακή κολπίτιδα).
  • Ο όρος βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα χρησιμοποιείται συχνά, αντανακλώντας το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ενδοκαρδίτιδας το αίτιο είναι βακτηριακό, πλέον όμως προτιμάται ο όρος λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα.
  • Σε ελάσσονες περιπτώσεις που οφείλονται σε βακτηριακή μόλυνση, γίνεται χρήση τοπικού αντιβιωτικού στην περιοχή για μερικές ημέρες.

  • Η βακτηριακή χλωρίδα του εντέρου είναι υπεύθυνη για την μετατροπή της χολερυθρίνης σε ουροχολινογόνο.
  • Επίσης, το προπιονικό οξύ βιοσυνθέτεται στο παχύ έντερο των ανθρώπων κατά τη βακτηριακή ζύμωση των διαιτητικών ινών.
  • Η οξεία αμυγδαλίτιδα μπορεί να είναι είτε βακτηριακή ή ιογενής ενώ η χρόνια αμυγδαλίτιδα, που μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα αν δεν θεραπευτεί προκαλείται σχεδόν πάντοτε από βακτηριακή μόλυνση.
Werbung
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!