Werbung
 Übersetzung für 'γαλακτικό οξύ' von Griechisch nach Deutsch
γαλακτικό οξύ {το}Milchsäure {f}
οξύ {το}Säure {f}
2
χημ.
ασκορβικό οξύ {το}
Ascorbinsäure {f}
χημ.
ιππουρικό οξύ {το}
Hippursäure {f}
χημ.
θειικό οξύ {το}
Schwefelsäure {f}
χημ.
νιτρικό οξύ {το} [HNO3]
Salpetersäure {f}
ungeprüft
βιολ.χημ.
νουκλεϊνικό οξύ {το} (νουκλεϊκό οξύ)
Nukleinsäure {f}
7 Übersetzungen
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Επίσης κάποια υδροξυ-οξέα όπως το γαλακτικό οξύ και το τρυγικό οξύ.
  • Ο Μέτσνικοφ επίσης ανέπτυξε τη θεωρία ότι το γήρας οφείλεται σε τοξικά βακτήρια στη κοιλιά και ότι το γαλακτικό οξύ μπορεί να παρατείνει τη ζωή.
  • Μετά η γαλακταλδεΰδη μετατρέπεται σε γαλακτικό οξύ από τη δεϋδρογονάση των αλδεϋδών.
  • ... 6) καταλύει την υδρόλυση της "S"-D-λακτοϋλογλουταθειόνης σε γλουταθειόνη και D-γαλακτικό οξύ.
  • Μερικές από τις ιδιότητές τους είναι η ζύμωση σακχάρων παράγοντας γαλακτικό οξύ, ενώ δίνουν αρνητική την αντίδραση καταλάσης και οξειδάσης.

  • Ανήκουν στην ευρύτερη ομάδα των βακτηρίων που παράγουν γαλακτικό οξύ (Βακτήρια LAB).
  • Σε συνθήκες φυσιολογικής οξυγόνωσης του κυττάρου, μικρό μόνο μέρος του παραγόμενου πυροσταφυλικού οξέος μετατρέπεται σε γαλακτικό οξύ με την καταλυτική δράση της γαλακτικής αφυδρογονάσης (LDH).
  • Το γαλακτικό οξύ (αγγλικά: "lactic acid") είναι οργανική χημική ένωση, με μοριακό τύπο C3H6O3, αν και συνηθέστερα παριστάνεται ως CH3CH(OH)CO2H.
  • Ανάμεσα σε αυτές τις ενώσεις είναι η αμμωνία, το διοξείδιο του άνθρακα, το γαλακτικό οξύ και η οκτενόλη.
  • Όταν ένας θρόμβος καταλαμβάνει περισσότερο από το 75% της επιφάνειας του αυλού μιας αρτηρίας, η ροή του αίματος προς τον παρεχόμενο ιστό έχει μειωθεί αρκετά για να προκληθούν συμπτώματα λόγω της μειωμένης παροχής οξυγόνου (υποξία) και της συσσώρευσης των μεταβολικών προϊόντων, όπως το γαλακτικό οξύ.

  • Το γιαούρτι έχει απαλή υφή με ελαφρώς όξινο άρωμα που οφείλεται στο γαλακτικό οξύ που περιέχει.
  • Στη συνέχεια από το πυροσταφυλικό μπορεί να σχηματιστεί : Γαλακτικό οξύ, Ακετυλο-Συνένζυμο Α ή Ακεταλδεϋδη.
  • Συνεχίζοντας όμως προς την αιθανόλη ή το γαλακτικό οξύ, απελευθερώνεται NAD κατά τη ζύμωση για να επέλθει στη γλυκόλυση με συνέπεια να καταστεί δυνατή η συνέχεια του καταβολισμού της γλυκόζης.
  • Σε περίπτωση που το οξυγόνο που φτάνει στα κύτταρα δεν επαρκεί για τις ανάγκες τους (υποξία), το υδρογόνο αντικαθίσταται από πυροσταφυλικό οξύ το οποίο θα το μετατρέψει σε γαλακτικό οξύ.
  • Ένα συνθετικό υλικό που χρησιμοποιείται συχνά είναι το πολυγαλακτικό οξύ (PLA).

    Werbung
    © dict.cc Greek-German dictionary 2024
    Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
    Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!