Werbung
 Übersetzung für 'δάπεδο' von Griechisch nach Deutsch
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
δάπεδο {το}Fußboden {m}
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'δάπεδο' von Griechisch nach Deutsch

δάπεδο {το}
Fußboden {m}
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Εάν ένας παίκτης, με την μπάλα στην κατοχή του, σηκώσει το πόδι του από το δάπεδο, πρέπει να πασάρει ή να σουτάρει πριν το πόδι του επιστρέψει στο δάπεδο.
  • Μετά από τη Βελούδινη επανάσταση ο Πάλαχ τιμήθηκε στην Πράγα με έναν χάλκινο σταυρό στο δάπεδο της πλατείας.
  • Ενώ οι Σάρλοτ Χόρνετς παρουσίασαν ένα δάπεδο που έμοιαζε με παρκέ στην Time Warner Cable Arena για τη σεζόν 2014/15, δεν θεωρείται πραγματικό δάπεδο παρκέ.
  • Στη νότια πλευρά της βίλας βρίσκεται ένα ελλειπτικό περιστύλιο, ο Ξυστός (στεγασμένο γυμναστήριο, με λείο δάπεδο), με ημικυκλικό νυμφαίο στη δυτική πλευρά.
  • Το λογείο: ένα υπερυψωμένο δάπεδο, ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο, όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί.

  • Διαθέτει παρκέ δάπεδο, αποδυτήρια, κερκίδα με πλαστικά καθίσματα, φωτισμό led, ηλεκτρονικό πίνακα, κ.α.
  • Μνημειώδες ψηφιδωτό δάπεδο ανακαλύφθηκε επίσης στην τραπεζαρία δωματίου σε ένα από τα ανάκτορα, αλλά δεν είναι καλά διατηρημένο.
  • Το Neoplan N4016 ήταν το πρώτο λεωφορείο με χαμηλό δάπεδο που πουλήθηκε στην Μεγάλη Βρετανία.
  • Στον πρόναο υπήρχε ψηφιδωτό δάπεδο από μικρά μελανά και λευκά βότσαλα που δημιουργούσαν γεωμετρικά σχέδια.
  • Πολύ κοντά στη θάλασσα βρίσκονται τα ερείπια Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής με ξεχωριστό ψηφιδωτό δάπεδο.

  • με το δάπεδο να είναι στρωμένο με μικρές ακανόνιστες ψηφίδες μαρμάρου βυθισμένες σε κονίαμα.
  • *: Η αγγλική λέξη Moulded - για τους Αμερικανούς Molded - εκφράζει διαστάσεις μετρούμενες στο δάπεδο του χαρακτηρίου.
  • Οι διαστάσεις του οικοδομήματος στο δάπεδο είναι διαμέτρου 1,90 μ., ενώ το ύψος φτάνει περίπου στα 3,5 μ..
  • Στο δάπεδο της σπηλιάς υπάρχουν ερείπια μικρού αρχαιότερου ναού της Αγίας Παρασκευής.
  • γ. Διαμόρφωση του κοινόχρηστου χώρου μπροστά από το πρώην κοινοτικό κατάστημα με σταμπωτό δάπεδο.

    Werbung
    © dict.cc Greek-German dictionary 2024
    Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
    Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!