Werbung
 Übersetzung für 'δασοκομία' von Griechisch nach Deutsch
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
δασοκομία {η}Forstwirtschaft {f}
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'δασοκομία' von Griechisch nach Deutsch

δασοκομία {η}
Forstwirtschaft {f}
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • 1 παγκοσμίως, στη γεωργία και τη δασοκομία για το 2017 στους πίνακες κατάταξης του QS World University Rankings .
  • Στην περιοχή υπάρχει αγροτική δραστηριότητα: γεωργία, δασοκομία, αλιεία και κτηνοτροφία.
  • Στο νομό Αβερόν, η παραδοσιακή οικονομική δραστηριότητα είναι η γεωργία, η εκτροφή βοοειδών και αιγοπροβάτων, η τυροκομία, η ξυλεία και δασοκομία.
  • Οι ειδικευμένοι κλάδοι του κλάδου είναι το συγκρότημα καυσίμων και ενέργειας, η διύλιση πετρελαίου, η χημική και πετροχημική βιομηχανία, η μηχανική, η δασοκομία κ.λπ.
  • Μικρότερες ποσότητες χρησιμοποιούνται στη δασοκομία, τα βοσκοτόπια, και τη διαχείριση των εκτάσεων που προστατεύονται ως οικότοποι άγριας πανίδας.

  • Η οικονομία της επαρχίας Καρς κυριαρχείται από τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δασοκομία.
  • Αν και η οικονομία είχε αναπτυχθεί παραδοσιακά γύρω από την κτηνοτροφία και σε μικρότερο βαθμό είχε να κάνει με τη γεωργία και τη δασοκομία, τις τελευταίες δεκαετίες οι δραστηριότητες αυτές έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση τους στον τουρισμό ως την κεντρική δραστηριότητα.
  • Η αλιεία διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο, ενώ η δασοκομία διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο.
  • Σπούδασε δασοκομία στο Πανεπιστήμιο του Αϊντάχο και το 1970, σε ηλικία 27 ετών, εισήχθη στην πολιτική, με την εκλογή του ως κατήγορος στην Κομητεία Έιντα.
  • Η οικονομία του Κογιπούγι βασίζεται στη γεωργία, τη δασοκομία και τις υπηρεσίες.

  • Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δασοκομία.
  • Η κύρια οικονομική δραστηριότητα είναι η δασοκομία.
  • Οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις έχουν διοικητική και οικονομική αυτονομία και έχουν αρμοδιότητες στον πολεοδομικό, περιβαλλοντικό και ενεργειακό τομέα, στη δασοκομία, στη μετανάστευση και στην ιθαγένεια.
  • Η γεωργία και η δασοκομία αποτελούν μεγάλες οικονομικές δραστηριότητες, επίσης.
  • Με την άνθιση της επιστήμης της Δασολογίας και την εξέλιξη της σχετικής πρακτικής, που ονομάζεται δασοκομία, ο άνθρωπος ήρθε σε θέση να μπορεί να φροντίζει και να εκμεταλλεύεται αειφορικά το δάσος.

  • Η οικονομία της Κόνιτσας βασιζόταν παραδοσιακά περισσότερο στη γεωργία παρά στην δασοκομία .
Werbung
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!