Werbung
 Übersetzung für 'διόγκωση' von Griechisch nach Deutsch
ωσμωτική διόγκωση {η}osmotische Quellung {f}
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'διόγκωση' von Griechisch nach Deutsch

ωσμωτική διόγκωση {η}
osmotische Quellung {f}
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • ... εντερικές έλικες) φτάνουν διαμέσου του βουβωνικού πόρου μέχρι το όσχεο στους άντρες ή τα μεγάλα χείλη στις γυναίκες, οπότε παρατηρείται διόγκωση, πόνος ακόμα και εντερικοί ήχοι στις περιοχές αυτές.
  • Οι πολύποδες αποτελούν διόγκωση του βλεννογόνου που προσβάλλει το εσωτερικό του αυλού του εντέρου.
  • Η λέξη φαλλός προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα "*bhel-" που αφορά τη διόγκωση / μεγέθυνση (φουσκώνω / οιδαίνω).
  • Η γαλαξιακή διόγκωση στο κέντρο του είναι κλασικής μορφής και ομοιάζει με αυτήν ενός ελλειπτικού γαλαξία.
  • Η διαδικασία της Βιέννης χρησιμοποίησε υψηλή άλεση ουγγρικών σιτηρών και ζυμομύκητα μαγιάς για διόγκωση.

  • Υποτροπιαζουσες σιαλεδενιτιδες, συμπτώματα απόφραξης των σιελογόνων πόρων όπως επώδυνη διόγκωση του αδένα κατά την πρόσληψη τροφής, αυτοάνοσες σιαλαδενίτιδες, υποτροπιάζουσα παιδική σιαλαδενίτιδα: H ενδοσκόπηση επιτρέπει τον άμεση έλεγχο του συστήματος των εκφορητικών πόρων.
  • Η υγροσκοπικότητα της ξυλείας (ρίκνωση και διόγκωση) μειώνεται, λ.χ.
  • Η διόγκωση του σπλήνα είναι συχνή τη δεύτερη και την τρίτη εβδομάδα, αν και αυτό μπορεί να μην είναι εμφανές κατά τη φυσική εξέταση.
  • Το 1986, ο Αλεσάντρο Νάττα παραπονέθηκε για την διόγκωση της γραφειοκρατίας στην Ιταλία.
  • Η περίσφιγξη της κήλης είναι σοβαρή επιπλοκή, παρουσιάζει πόνο, διόγκωση, οίδημα και πολλές φορές απόφραξη του σπλάχνου που περισφίγγεται με αποτέλεσμα την ελάττωση της αιματωσης του και ειλεό ή και νέκρωση του.

  • Με τον όρο ανεύρυσμα εννοούμε τη διεύρυνση, διόγκωση ή διάταση τμήματος ενός αιμοφόρου αγγείου (συνήθως αρτηρίας) εξαιτίας οργανικής πάθησης ή κάκωσης των τοιχωμάτων του.
  • Συνήθως εμφανίζονται σαν μια διόγκωση, με ελάχιστα συμπτώματα, κοντά στη μηροβουβωνική πτυχή.
  • Παρατηρείται πόνος, διόγκωση της άρθρωσης λόγω της φλεγμονής, δυσκαμψία κυρίως τις πρωινές ώρες, ευαισθησία.
  • (T) Telangiectasia (τηλεαγγειεκτασία): Μικρές κόκκινες κηλίδες στα χέρια και το πρόσωπο, που προκαλούνται από τη διόγκωση των μικροσκοπικών αιμοφόρων αγγείων.
  • Η ιογενής λοίμωξη οδηγεί σε οίδημα του τοιχώματος του λάρυγγα και της τραχείας και διόγκωση των αεραγωγών με λευκά αιμοκύτταρα.

  • Στον τανυστή των τροπών (τον πίνακα των παραμορφώσεων ενός στερεού συνεχούς σώματος) η απόκλιση δείχνει τη διόγκωση του υλικού σε κάθε υλικό σημείο.
  • Οι επόμενες παρατηρήσεις του Πλούτωνα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η διόγκωση οφείλεται σε ένα μικρότερο συνοδευτικό αντικείμενο.
  • Αν η διόγκωση γίνει σε μεγάλο βαθμό, μπορεί να προκαλέσει τελικά την καταστροφή των ζωικών κυττάρων.
Werbung
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!