Werbung
 Übersetzung für 'εκλογικό τμήμα' von Griechisch nach Deutsch
In eigener Sache: Wir versuchen derzeit, ein Wörterbuch für Ukrainisch-Deutsch aufzubauen und würden uns über Sprachaufnahmen oder Übersetzungsvorschläge freuen!
πολιτ.
εκλογικό τμήμα {το}
Wahllokal {n}
Teiltreffer
ιατρ.
χειρουργικό τμήμα {το}
Chirurgie {f} [Abteilung]
τμήμα {το} παραγωγήςProduktionsabteilung {f}
τμήμα {το} παραγωγήςProduktion {f}
τμήμα {το} πιστώσεωνKreditabteilung {f}
τμήμα {το} προσωπικούPersonalabteilung {f}
τμήμα {το} πωλήσεωνVerkaufsabteilung {f}
τμήμα {το} πωλήσεωνVerkauf {m}
τμήμα {το} [αστυνομικό]Polizeirevier {n}
τμήμα {το} [νοσοκομείου]Station {f} [Krankenhaus]
τμήμα {το} [φροντιστηρίου]Kurs {m}
εντατικό τμήμα {το}Intensivkurs {m}
εκπαιδ.
προκαταρκτικό τμήμα {το}
Einführungs­kurs {m}
τμήμα {το} οικονομικώνFinanzabteilung {f}
τμήμα {το} εξωτερικούAuslandsabteilung {f}
τμήμα {το} εξαγωγώνExport {m}
τμήμα {το} [μέρος]Teil {m}
2
τμήμα κύκλου {το}Kreissegment {n}
τμήμα {το} [κειμένου]Abschnitt {m}
ungeprüft αστυνομικό τμήμα {το}Polizeiabschnitt {m}
τμήμα {το} αγγελιώνAnzeigenabteilung {f}
21 Übersetzungen
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Το κτήριο έχει ανακαινιστεί και χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Συλλόγου γυναικών Αμμοβούνου καθώς επίσης και σαν εκλογικό τμήμα.
  • Η αντιπολίτευση κατήγγειλε ότι στη διάρκεια της ψηφοφορίας σημειώθηκαν εκτεταμένες παρατυπίες, ενώ την ημέρα της ψηφοφορίας έγινε και επίθεση από ενόπλους σε εκλογικό τμήμα.
  • Στις 11 Μαρτίου 2007 ο Τσερβότσκιν συμμετείχε στην άμεση δράση σε ένα εκλογικό τμήμα στο Οντίντσοβο για να διαμαρτυρηθεί κατά της εκλογικής νοθείας.
  • Στο 24ο εκλογικό τμήμα του Σαλιχόρσκ, ο αριθμός των ψηφοφόρων ανακοινώθηκε ότι έφτασε τους 1.190, ενώ ο ανεξάρτητος παρατηρητής μέτρησε μόνο 808 άτομα.
  • Με την ονομασία εκλογικός αντιπρόσωπος καθιερώθηκε να αποκαλείται ο επίσημα διορισμένος σε κάθε εκλογικό τμήμα (όχι και απαραίτητα) αντιπρόσωπος συνδυασμού πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων ή ανεξάρτητου υποψήφιου βουλευτή, κατά τη διενέργεια ψηφοφορίας βουλευτικών εκλογών.

  • Ξεκινά ως άμεση (στο εκλογικό τμήμα) εκλογή και στην πορεία μετατρέπεται σε έμμεση, αφού οι εκλέκτορες είναι θεωρητικά ελεύθεροι να ψηφίσουν υπέρ οποιουδήποτε έχει δικαίωμα να εκλεγεί πρόεδρος ή αντιπρόεδρος, ακόμα κι αν δεν ήταν επίσημος υποψήφιος και απλώς κατεγράφη ιδιοχείρως στο ψηφοδέλτιο από τους εκλογείς.
Werbung
© dict.cc Greek-German dictionary 2024
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!