Werbung
 Übersetzung für 'εκπαιδευμένος' von Griechisch nach Deutsch
εκπαιδευμένος {adj}geschult
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'εκπαιδευμένος' von Griechisch nach Deutsch

εκπαιδευμένος {adj}
geschult
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Ο εκπαιδευμένος χρυσοχόος, μέλος της αντίστοιχης συντεχνίας, πειραματίζεται από το 1434 με κινητούς ξύλινους χαρακτήρες.
  • Ήταν επιπλέον και εκπαιδευμένος γιατρός στο Εδιμβούργο που εγκατέλειψε το επάγγελμα για να ασχοληθεί με την μελέτη ασπόνδυλων.
  • Η διάσωση από τον πνιγμό μπορεί να είναι επικίνδυνη πρέπει να γίνεται μόνο μετά την διασφάλιση ότι δεν θα κινδυνεύσει και ο ίδιος ο διασώστης, είτε είναι εκπαιδευμένος ναυαγοσώστης είτε περαστικός.
  • Είναι εκπαιδευμένος οικονομολόγος που εγκατέλειψε το Ιράκ το 1969 για εξορία στη Γαλλία .
  • Ήταν ένας περίφημος επιστήμων, εκπαιδευμένος στα πεδία της θεολογίας, αστρολογίας και αλχημείας.

  • ε) Ως δηλωτική κοινωνικής-επαγγελματικής ιδιότητας είναι η ετυμολόγησή της από το πρωτοβουλγαρικό "saqlaw" (=φύλακας, εκπαιδευμένος δούλος), στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από εκπαιδευμένους δούλους των Αβάρων.
  • Ο Νικόλαος Βλαχόπουλος ήταν καλά εκπαιδευμένος αξιωματικός, που μιλούσε άπταιστα Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά και Αγγλικά.
  • Ο Έρικ Χόλτβεντ, ένας Δανός, ήταν ο πρώτος πανεπιστημιακά εκπαιδευμένος εθνολόγος που ασχολήθηκε με τη μελέτη των Ινουγουίτ.
  • Ήταν καλά εκπαιδευμένος και υπηρέτησε στον Ρωμαϊκό στρατό πριν αποσυρθεί ως μοναχός.
  • Το 1882, αφού εξετάστηκε από μία επιτροπή, παρακολούθησε τη στρατιωτική Ακαδημία στο Βήνερ Νόιστατ (1883-85) και αποφοίτησε πλήρως εκπαιδευμένος.

  • Μέλος των Εκδικητών ο οποίος είναι πρώην αλεξιπτωτιστής εκπαιδευμένος από τον στρατό σε εναέρια μάχη, με τη χρήση μιας ειδικά σχεδιασμένης συσκευής που φέρει φτερά.
  • Ο Παύλος μιλούσε πολύ καλά τα Ελληνικά, από το γράψιμο του, δείχνει ότι ήταν καλά εκπαιδευμένος στην ελληνική λογοτεχνία.
  • Ήταν μουσικά εκπαιδευμένος και λέγεται ότι έπαιζε βιολί, πιάνο, ούτι, τσέλο και κιθάρα.
  • Ως κλασικά εκπαιδευμένος ομιλητής και φιλόσοφος του Ελληνισμού, κατάφερε να συνδυάσει τον Ελληνισμό με την πρώτη Εκκλησία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
  • Ο Τζον Στάιερς (John Styers), Αμερικανός, εκπαιδευμένος επίσης από τον Συνταγματάρχη Ντρέξελ Μπίντελ (Colonel Drexel Biddle).

  • Ήταν άνδρας ελλόγιμος, φιλόπονος και φιλομαθής, ειδήμων της Ελληνικής γλώσσας, άριστα εκπαιδευμένος στην φιλοσοφία και την ιερή θεολογία.
  • Μετά τον θάνατο του Αλή Πασά επέστρεψε και εκπαιδευμένος πλέον στη στρατιωτική τακτική συγκρότησε αμέσως ιδιαίτερο σώμα από Σουλιώτες και αγωνίσθηκε για την απελευθέρωση στη Στερεά Ελλάδα.
  • Ο Σέκιεν ήταν εκπαιδευμένος στην αριστοκρατική σχολή Κανό ζωγραφική αλλά στο ενδιάμεσο της καριέρας του επηρεάστηκε περισσότερο από τη δημοφιλή ουκίγιο-ε.
Werbung
© dict.cc Greek-German dictionary 2024
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!