Werbung
 Übersetzung für 'επιδόρπιο' von Griechisch nach Deutsch
γαστρ.
επιδόρπιο {το}
Nachtisch {m}
7
επιδόρπιο {το}Dessert {n}
επιδόρπιο {το}Nachspeise {f}
3 Übersetzungen
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'επιδόρπιο' von Griechisch nach Deutsch

επιδόρπιο {το}
Nachtisch {m}γαστρ.

Dessert {n}

Nachspeise {f}
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Στο Βιετνάμ, τα μαυρομάτικα φασόλια χρησιμοποιούνται σε ένα γλυκό επιδόρπιο που ονομάζεται "chè đậu trắng" (μαυρομάτικα φασόλια και κολλώδες ρύζι με γάλα καρύδας).
  • είναι ένα παγωμένο επιδόρπιο παρόμοιο με το παγωτό, αλλά παρασκευάζεται με αυγά εκτός από κρέμα και ζάχαρη.
  • Οι κινεζικές σούπες που χρησιμοποιούνται ως επιδόρπιο είναι συνήθως γλυκές και σερβίρονται ζεστές.
  • Το επιδόρπιο είναι ένα πιάτο που ολοκληρώνει ένα γεύμα.
  • Το όνομά της προέρχεται πιθανώς από τον Αυτοκινητόδρομο Α-Δ Βαρσοβίας ("Trasa W-Z w Warszawie"), στον οποίο βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο που άρχισε να πουλάει το επιδόρπιο στα τέλη της δεκαετίας του 1940.

  • είναι πολωνικό επιδόρπιο φτιαγμένο από μους με βάση το ασπράδι αυγού με σιρόπι, σοκολάτα ή άλλη επικάλυψη, το οποίο παρουσιάζεται σε ένα κύπελλο βάφλας.
  • Το Πούνσκραπφεν (γερμανικά: "Punschkrapfen"), είναι ένα κλασικό αυστριακό επιδόρπιο με γεύση ρούμι.
  • Τα φοινίκια είναι τύπος ελληνικού μπισκότου. Τρώγεται και ως επιδόρπιο.
  • Το επιδόρπιο είναι δημοφιλές στην Τουρκία, το Ισραήλ και άλλες χώρες της Μεσογείου.
  • Σε απάντηση σε ένα ερώτημα σχετικά με τα αγαπημένα του φαγητά, ο Χοσέν ανέφερε το τσίζκεϊκ ως προτιμώμενο επιδόρπιο.

  • Στα αραβικά, το "κιουνεφέ" μπορεί να αναφέρεται στην ίδια τη ζύμη ή στο επιδόρπιο.
  • Χρησιμοποιείται για να την παρασκευή του Ρουπιμαϊζές καρτογιούμς, ένα παραδοσιακό λετονικό επιδόρπιο.
  • Μπορεί να σερβιριστεί ως επιδόρπιο κουταλιού, να χρησιμοποιηθεί ως γέμιση ή ως βάση για παρασκευάσματα πιο περίτεχνα.
  • Η Πάβλοβα είναι ένα επιδόρπιο με βάση τη μαρέγκα που πήρε το όνομά του από τη διάσημη Ρωσίδα μπαλαρίνα Άννα Πάβλοβα.
  • Το κυδωνόπαστο είναι ένα γλυκό, πηχτό επιδόρπιο από κυδώνι.

  • Στις ΗΠΑ και την Πορτογαλία συνήθως τρώγεται σαν επιδόρπιο.
  • Είναι παραδοσιακό επιδόρπιο στην κουζίνα του Χονγκ Κονγκ και σερβίρεται στα περισσότερα κινέζικα εστιατόρια.
  • Το Πατμπινγκσού (팥빙수) είναι δημοφιλές Κορεάτικο επιδόρπιο, που τρώγεται κυρίως το καλοκαίρι.
Werbung
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!