1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Anwendungsbeispiele Griechisch
- Η αντιμετώπισή του, ωστόσο, είναι διαφορετική, αφού ο έρωτας μεταξύ του Τρωίλου και της Χρυσηίδας είναι «επιφανειακός και άστατος».
- Ο όρος επιφανειακός (αγγλικά superfical από τα λατινικά superficie «επιφάνεια») περιγράφει μια δομή που βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του δέρματος.
- Ο γαστροκνήμιος μυς είναι ένας επιφανειακός δικέφαλος μυς που βρίσκεται στο πίσω μέρος του κάτω άκρου του ανθρώπου (γάμπα).
- Ο μόνιμος επιφανειακός πάγος πάνω από τη λίμνη είναι το παχύτερο μη παγετωνικό στρώμα πάγου στη Γη, με πάχος τουλάχιστον 21 μέτρα.
- Ο επιφανειακός διανομέας είναι μια συσκευή τοποθέτησης στον τοίχο ή σε ρολό, η οποία διαθέτει είτε μια οθόνη αφής μήκους 10 ιντσών (140 cm) 1080p είτε μια οθόνη αφής 4K 120 Hz 84 ιντσών (210 cm) με δυνατότητα πολλαπλής αφής και πολλαπλών στυλό, το λειτουργικό σύστημα των Windows 10.
- Θερμός αέρας ανυψώνεται στο ύψος του Ισημερινού, των ηπείρων και του δυτικού Ειρηνικού ωκεανού και διαμορφώνει αντίστοιχα οριζόντα συστήματα που ακολουθούν το ίδιο μοτίβο με τα προαναφερθέντα κύτταρα: ο επιφανειακός άνεμος θερμαίνεται καθώς διασχίζει μια θερμή επιφάνεια, ανυψώνεται προς την τροπόσφαιρα όπου σταδιακά ψυχραίνεται για να επαναλάβει την κίνηση από την αρχή με το που φτάσει στο σημείο έναρξης του κύκλου.
- Στον πόλο, ο επιφανειακός εποχιακός πάγος αποτελείται από ουσιαστικά καθαρό ξηρό πάγο με ελάχιστες προσμείξεις σκόνης και 30 μέρη στό εκατομμύριο νερό σε μορφή πάγου.
- Ο επιφανειακός αφρός μπορεί να προκαλέσει προβλήματα με υγρά και να προκαλέσει υπερχείλιση.
- Σημειώθηκε στις 17 Οκτωβρίου, ήταν επιφανειακός και είχε μέγεθος 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
- Πρέπει να αποθηκευθεί σε ατμόσφαιρα ξηρού αδρανούς αερίου ή σε άνυδρο πετρέλαιο για να αποφευχθεί ο επιφανειακός σχηματισμός στρώματος οξειδίου του νατρίου ή υπεροξειδίου του νατρίου.
- Με την ονομασία Ποντσόλ (ποντ-σολ), ή Σποντοσόλ, (εξελληνισμένα ποντζολικό) φέρεται ειδικός τύπος εδάφους στο οποίο παρατηρείται χαρακτηριστική ελουβίωση (= απομάκρυνση οξειδίων) του αργιλίου και του σιδήρου με συνέπεια να δημιουργείται ένας τεφρο-αμμώδης επιφανειακός ορίζοντας και ένας ιλλουβιακός ορίζοντας (= επίπεδο απόθεσης), πλούσιος σε άμορφες αργίλους.
- Ο σεισμός ήταν επιφανειακός, είχε μέγεθος 6,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, επίκεντρο την πόλη Θήβας και προκάλεσε τεράστιες υλικές καταστροφές.
- παρακολουθώντας τον ημερήσιο κύκλο της ιονόσφαιρας, παρατηρούμε πως καθώς προετοιμάζεται χερσαίος επιφανειακός ή και παράκτιος ρηχός θαλάσσιος σεισμός άνω των 5,5 ρίχτερ, ο κύκλος της διαταράσσεται.
- Συνήθως, οι τρεις μεγάλες περιοχές που αναγνωρίζονται είναι: η παρυφή υφάλου, ο επιφανειακός ύφαλος και το πίσω τμήμα του υφάλου (συχνά αναφέρεται και ως ύφαλος λιμνοθάλασσα).
- Ορυχείο ονομάζεται ο τόπος επιφανειακός ή εσωτερικός στη Γη από τον οποίο εξάγονται χρήσιμα ορυκτά.
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!