Übersetzung für '
εφαρμογή' von Griechisch nach Deutsch
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!
Anwendungsbeispiele Griechisch
- Η συγχώνευση ξεκίνησε τον Αύγουστο, με την εφαρμογή Duo για κινητά να μετονομάζεται σε Meet, ενώ το αρχικό Meet ονομάστηκε Meet Original και θα καταργηθεί σταδιακά.
- Η εταιρεία προσφέρει μια δωρεάν εφαρμογή για smartphone για πρόγνωση καιρού που ονομάζεται ForecaWeather Free.
- Το 2018, η εφαρμογή απέκτησε σημαντική δημοτικότητα.
- Η εφαρμογή Foursquare City Guide ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 2009 και είναι μια τοπική εφαρμογή αναζήτησης και εύρεσης κινητών που βοηθά τους χρήστες να ανακαλύψουν νέα μέρη από μια κοινότητα συνομηλίκων.
- Η εφαρμογή περιέχει τη δυνατότητα αλλαγής φύλου.
- Η εφαρμογή "iCloud Drive" αφαιρείται και αντικαθίσταται από την εφαρμογή "Αρχεία".
- Όμως στην ερώτηση του δημοσιογράφου Ρικάρντο Έρμαν από το ιταλικό πρακτορείο ANSA «πότε τίθεται σε εφαρμογή αυτή η ρύθμιση», ο Σαμπόφσκι απαντά φυλλομετρώντας τα χαρτιά του: "«Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή...
- Ενδοτικό δίκαιο (ius dispositivum) ή κανόνες ενδοτικού δικαίου είναι εκείνοι οι κανόνες δικαίου, η εφαρμογή των οποίων μπορεί να αποκλεισθεί από την αντίθετη ιδιωτική βούληση.
- Το Remote Play είναι μια εφαρμογή, διαθέσιμη για λειτουργικά συστήματα Windows και Mac.
- Για να απαντήσετε κλήσεις ή να λάβετε μηνύματα η εφαρμογή δεν χρειάζεται να παραμένει ανοιχτή ή να βρίσκεται στο παρασκήνιο.
- Κατ΄ εφαρμογή της παραπάνω συνθήκης ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων που παρακολουθεί τις ετήσιες αναφορές - εκθέσεις των κρατών μελών στην ευρύτερη εφαρμογή της, εξετάζοντας παράλληλα σχετικές καταγγελίες.
- Σε εφαρμογή των παραπάνω εννοιών στην επιφάνεια της Γης χαρακτηρίζονται επίσης γεωδαισιακές, σε εφαρμογή επί της ουράνιας σφαίρας λέγονται αστρονομικές ή ουράνιες όπου και ορίζονται με ανάλογα συστήματα συντεταγμένων.
- Οι φθαλοκυανίνες βρίσκουν εφαρμογή στις χρωστικές ουσίες (pigments) καθώς και στις επικαλύψεις των CD και λοιπόν οπτικών δίσκων.
- Λόγο έφεσης αποτελεί επίσης και η λανθασμένη εφαρμογή του νόμου ή η εφαρμογή κατηργημένου ή άσχετου ως προς την δικαζόμενη υπόθεση νομοθετήματος.
- Παρά των παραπάνω ο όρος πείραμα χρησιμοποιείται πολλές φορές με πιο γενικευμένη έννοια κυρίως στην εφαρμογή μιας σκόπιμης καινοτομίας, ειδικότερα όταν υπονοείται εισαγωγή δοκιμαστικής εφαρμογής επί κάποιας προσδοκίας, όπου τα αποτελέσματα στη περίπτωση αυτή παρακολουθούνται κατά την εφαρμογή.
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!