Werbung
 Übersetzung für 'κοβάλτιο' von Griechisch nach Deutsch
χημ.
κοβάλτιο {το}
Kobalt {n}
1 Übersetzung
Neue Wörterbuch-Abfrage: Einfach jetzt tippen!

Übersetzung für 'κοβάλτιο' von Griechisch nach Deutsch

κοβάλτιο {το}
Kobalt {n}χημ.
Werbung
Anwendungsbeispiele Griechisch
  • Η Τιβά έχει αναπτυσσόμενη εξορυκτική βιομηχανία (άνθρακας, κοβάλτιο, χρυσός και άλλα).
  • Είναι το μοναδικό, μέχρι σήμερα, φυσικό προϊόν που περιέχει κοβάλτιο, στο οποίο οφείλει και το ζωηρό κόκκινο χρώμα του.
  • Σημαντικοί ορυκτολογικοί πόροι που συμβάλουν στην οικονομία είναι ο χαλκός, το ασήμι και το κοβάλτιο.
  • Οι αγγειοπλάστες που δεν λαμβάνουν επαρκείς προφυλάξεις όταν χρησιμοποιούν το μπλε του κοβαλτίου ενδέχεται να υποκύψουν σε δηλητηρίαση από κοβάλτιο.
  • Τα υλικά με βάση το κοβάλτιο αναπτύσσουν μια ψευδοτετραεδρική δομή που επιτρέπει τη δισδιάστατη διάχυση των ιόντων του λιθίου.

  • Η σύστασή του είναι 82,34% σίδηρος, 16,44% νικέλιο και 0,78% κοβάλτιο.
  • Οξειδωτικά επιχρίσματα σκλήρυνσης καταλύονται από μεταλλικά σύμπλοκα ξήρανσης όπως το ναφθενικό κοβάλτιο (ΙΙ).
  • Ένας τέτοιος συνηθισμένος δείκτης είναι το χλωριούχο κοβάλτιο (ΙΙ) (CoCl2).
  • Με την εμπορική ονομασία Βιτάλλιο (Vitallium) φέρεται ένα ιδιαίτερο δύστηκτο κράμα που αποτελείται από κοβάλτιο σε ποσοστό 60-65% , χρώμιο 20%, μολυβδαίνιο 5%, και από διάφορα άλλα στοιχεία όπως σίδηρος, νικέλιο κ.ά.
  • Τα κράματα βασισμένα στο κοβάλτιο αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου κοβαλτίου.

  • Ευρύτατη εφαρμογή αυτής της ιδιότητας παρατηρείται σε υγρούς κρυστάλλους και στη παραγωγή χαρακτηριστικών θερμοχρωμάτων που πρόκειται για ειδικές ενώσεις με βάση το κοβάλτιο.
  • Οφείλει το όνομά του στο περιεχόμενο κοβάλτιο και τη σφαιροειδή υφή του.
  • Πρόκειται για δευτερογενές ορυκτό που σχηματίζεται σε ζώνες οξείδωσης μεταλλευμάτων που περιέχουν κοβάλτιο, νικέλιο και αρσενικό.
  • Η οξείδωση αλδεϋδών με αέρα οξυγόνο (Ο), χρησιμοποιώντας ως καταλύτες κοβάλτιο (Co) ή και μαγγάνιο (Mn).
  • Η αντίδραση αυτή καταλύεται από ναφθαλινικό κοβάλτιο ή ναφθαλινικό μαγγάνιο.

  • Εδάφη που προέρχονται από σερπεντινιούχα πετρώματα είναι ακατάλληλα για καλλιέργεια πολλών ειδών φυτών, καθώς είναι πολύ φτωχά σε κάλιο και φωσφόρο και πλούσια σε βαρέα μέταλλα (κοβάλτιο, νικέλιο, χρώμιο).
  • Ο αρσενοπυρίτης (FeAsS), είναι θειοαρσενικούχο ορυκτό του σιδήρου (ενίοτε περιέχει και λίγο κοβάλτιο), που αποτελεί και το κυριότερο μετάλλευμα του αρσενικού.
  • Εκτός όμως από τον σίδηρο και το κοβάλτιο, το νικέλιο και τα κράματα ή οξείδια αυτών έλκονται από τους μαγνήτες, και έτσι γίνονται και αυτά μαγνητικά σώματα.
Werbung
© dict.cc Greek-German dictionary 2025
Enthält Übersetzungen von der TU Chemnitz sowie aus Mr Honey's Business Dictionary (nur Englisch/Deutsch).
Links auf das Wörterbuch oder auch auf einzelne Übersetzungen sind immer herzlich willkommen!